Καβάφης μέσα από τα ποιήματά του
«Μανουήλ Κομνηνός» και στην «Εκκλησία».
Ειρήνης Α. Αρτέμη
ΜΡhil. Θεολογίας Αθήνας, υποψηφίας διδάκτορος.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Στην εργασία αυτή προσπαθείται η εμβάθυνση στη μελέτη και ανάλυση δύο ποιημάτων του Κωνσταντίνου Καβάφη με βάση το αντίστοιχο ιστορικό κείμενο του Νικήτα Χωνιάτου σχετικά με το θάνατο του αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνού. Στόχος είναι να γίνει μία προσέγγιση στο Βυζαντινό Καβάφη και να κατανοηθεί το βαθύτερο πνεύμα της σκέψης του, που διέπει τα δύο ποιητικά του πονήματα «Μανουήλ Κομνηνός» και «Στην Εκκλησία».
Επιδίωξη είναι να παρουσιασθεί, όσο το δυνατόν καλύτερα, το πρόσωπο του Βυζαντινού Καβάφη με συνοπτική αναφορά στις επιδράσεις που δέχτηκε και σε πρόσωπα που πρωταγωνιστούν στα συγκεκριμένα ποιήματα.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ο ιστορικό περίγυρος του Καβάφη
Ο Καβάφης έζησε μεταξύ του δευτέρου μισού του δεκάτου ενάτου αιώνα (1863) έως το πρώτο μισό του εικοστού (1933). Μία αρκετά σημαντική περίοδος της ιστορίας, όχι μόνο για την Αλεξάνδρεια αλλά και για όλο τον Ευρωπαϊκό και ειδικότερα Μεσογειακό κόσμο.[1]
Ο Κωνσταντίνος Π. Καβάφης στην αυτοβιογραφία του γράφει: «Είμαι Κωνσταντινουπολίτης την καταγωγήν, αλλά γεννήθηκα στην Αλεξάνδρεια...».[2] Συγκεκριμένα, η μητέρα του άνηκε στους Φωτιάδες, Φαναριώτες λόγιους και μεγιστάνες στην Τουρκία.[3] Τη μνήμη αυτής της φαναριώτικης καταγωγής ο Καβάφης θέλησε με πολύ πείσμα να τη διατηρήσει, αλλιώς δεν εξηγείται πως αυτός, που γεννήθηκε και έζησε τόσα χρόνια στην Αλεξάνδρεια, γέμιζε και την κουβέντα του και τα γραπτά του με ένα σωρό ιδιωτισμούς πολίτικους.[4]
Η Αλεξανδρινή κουλτούρα με έντονα τα αισθήματα αφοσίωσης προς την κληρονομιά της πατρίδας διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του Καβάφη. Ο τελευταίος, μέσα από τα ποιήματά του, προσπάθησε να διαφυλάξει τον ελληνισμό με αφοσίωση και προθυμία χωρίς προσδοκία επιστροφής στην τότε Ελλάδα, αφού η γοητεία της Αλεξάνδρειας ήταν ισχυρότερη από το κάλεσμα του νόστου.[5]
Η Αλεξάνδρεια στην εποχή του Καβάφη είχε κάτι από το άρωμα της πόλεως που ήκμασε στους ελληνιστικούς χρόνους των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ήταν ένα κράμα αιγυπτιακού πληθυσμού και πολυπληθών μειονοτικών κοινοτήτων, θαυμαστό πολιτιστικό και πολιτισμικό κέντρο. Ήταν η έδρα του ομώνυμου Πατριαρχείου, που αποτελούσε μία ζωντανή παρουσία για όλους τους εκεί απόδημους Έλληνες.
Το άρωμα, όμως, της Αλεξάνδρειας της ελληνιστικής εποχής του 200 π.Χ ήταν μεθυστικότερο από το εφήμερο εκείνο της σύγχρονης πόλης του Καβάφη, ταξιδεύοντάς τον στη μακρινή αυτή εποχή και αποτελώντας την κύρια πηγή της έμπνευσής του.
Ο βίος και το έργο του Νικήτα Χωνιάτου
Ο Νικήτας Χωνιάτης θεωρείται σπουδαίος ιστορικός και χρονογράφος του 12ου και 13ου αιώνα μ. Χ. Γεννήθηκε στις Χώνες της Μ. Ασίας γύρω στο 1150. Η οικογένειά του είχε ανώτερη κοινωνική θέση και αυτό εξάγεται από το γεγονός ότι τον μικρό Νικήτα τον βάπτισε ο ίδιος ο επίσκοπος Χωνών Νικήτας. Σε ηλικία εννέα ετών πηγαίνει μαζί με το μεγαλύτερο αδερφό του Μιχαήλ στη Βασιλεύουσα, όπου λαμβάνει σπουδαία μόρφωση. Η τελευταία σε συνάρτηση με την καταγωγή του τον οδηγεί στο να αναλάβει τη θέση του αυτοκρατορικού γραμματέα στην υπηρεσία του Αλεξίου Β' η ίσως ήδη του Μανουήλ[6] και αργότερα σε άλλες σημαντικές θέσεις κατά τα χρόνια του αυτοκράτορα Ισαακίου Β' Αγγέλου. Εξεμέτρησε το βίο του μεταξύ του 1206 και του 1213, αφήνοντας πίσω μία χήρα και πολλά ανήλικα παιδιά.
Ο Χωνιάτης υπήρξε εξαίρετος συγγραφέας. Συνέγραψε ιστορικά, θεολογικά και ρητορικά συγγράμματα, λόγους και ποιήματα. Σημαντικότερη θέση στο έργο του κατέχει το ιστορικό του πόνημα «Χρονική διήγησις», που καλύπτει το διάστημα από το θάνατο του Αλεξίου Α' του Κομνηνού έως το 1206. Άξιο αναφοράς είναι ότι μεγάλα αποσπάσματα από το έργο αυτό βασίζονται σε αυτοψία. Ταυτόχρονα πρέπει να σημειώσουμε ότι ο Νικήτας γνώριζε το ιστορικό σύγγραμμα ενός άλλου σύγχρονού του ιστορικού, του Κιννάμου, που το χρησιμοποίησε, ενώ αντίθετα δεν πρέπει να έλαβε υπόψη του πρωτότυπα έγγραφα και γενικότερο αρχειακό υλικό.[7]
Η «Χρονική διήγησις» αποτελείται από είκοσι ένα βιβλία. Τα επτά είναι αφιερωμένα στη βασιλεία του Μανουήλ Α' Κομνηνού, στον Ισαάκιο τρία, στον Ανδρόνικο και στον Αλέξιο Γ' από δύο, και σε όλους τους άλλους ηγεμόνες από ένα.[8] Η διαίρεση του έργου σε βιβλία κατά βασιλείς δίδει στο πόνημα το χαρακτήρα ιστορίας των αυτοκρατόρων με πολύτιμες πληροφορίες για τα δρώμενα στην εσωτερική πολιτική και στη Βυζαντινή διπλωματία. Επιπλέον εμπεριέχει λεπτομέρειες από τις διάφορες πτυχές της καθημερινής ζωής των Βυζαντινών.[9] Η ενασχόλησή του με το συγκεκριμένο έργο άρχισε λίγο κατά την άνοδο του αυτοκράτορα Ισαακίου Αγγέλου στο θρόνο. Η πρώτη άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204 είχε αφήσει ανεξίτηλα ίχνη στην ιστορική διήγηση του Χωνιάτου.
Ο Χωνιάτης προσπαθεί να σκιαγραφήσει τα πρόσωπα των πρωταγωνιστών των περιόδων που αναφέρεται όσο πιο αντικειμενικά μπορεί. Το τελευταίο είναι αυτό που τον κάνει να διαφέρει από τους προηγούμενους ιστορικούς και χρονογράφους, οι οποίοι ενέμεναν κυρίως στα σχηματικά σωματοψυχογραφήματα. Μέσα από το έργο του διαφαίνεται η συμπάθεια που τρέφει για τον αυτοκράτορα Μανουήλ Α' Κομνηνό, χωρίς όμως κανείς να μπορεί να του καταλογίσει μεροληψία στα γραφόμενά του. Αντίθετα, αποδεικνύεται αντικειμενικός κριτής, αφού τολμάει να ασκήσει κριτική τόσο στην πολιτική του αυτοκράτορα όσο και στην αξιολόγησή του ως πολεμιστή και στρατηγού.[10]
Μελετώντας κάποιος το πόνημα του Χωνιάτου είναι εύκολο να διαπιστώσει ότι ο ιστορικός έχει μία κοσμοθεωρία χριστιανική. Ταυτόχρονα όμως, εξετάζει τα γεγονότα από την οπτική γωνία της τάξης των ευγενών και μορφωμένων Βυζαντινών, της οποίας μέλος αποτελεί και ο ίδιος. Η μόρφωση που έχει λάβει γίνεται εμφανής σε ολόκληρο το έργο του, το οποίο είναι πλούσιο σε ρητορικά σχήματα, πολυάριθμες μεταφορές, μυθολογικά και ιστορικά παραδείγματα. Η γλώσσα και το ύφος του, τέλος, αποτελούν το κατεξοχήν παράδειγμα μίμησης κλασικών προτύπων για τη βυζαντινή λογοτεχνία της εποχής των Κομνηνών.[11]
Εν κατακλείδι ο Νικήτας Χωνιάτης συμβάλλει αποφασιστικά στη διαμόρφωση της ιστορικής εικόνας των πέντε δεκαετιών πριν την κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως το 1204 από τους Σταυροφόρους -Λατίνους. Παρουσιάζει όχι μόνο τους χαρακτήρες που πρωταγωνιστούν αλλά και πολλές άλλες λεπτομέρειες που αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της ολοκληρωμένης τότε ιστορικής πραγματικότητας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α
Ι. Μανουήλ Κομνηνός: α) Ο αυτοκράτορας, β) πόσο το ποίημα του Καβάφη ανταποκρίνεται στην ιστορική πραγματικότητα (συσχετισμός ιστορίας Χωνιάτου με το ποίημα του Καβάφη)
O Μανουήλ Κομνηνός, τέταρτος γιός του αυτοκράτορα Ανδρόνικου, ανεβαίνει στο θρόνο της βυζαντινής αυτοκρατορίας το 1143. Άνθρωπος με ηγετικές, στρατιωτικές και διπλωματικές ικανότητες συνεχίζει την πολιτική του πατέρα του. Ένα από τα πιο σοβαρά προβλήματα που τον απασχολούν είναι η διαμάχη Βυζαντινών και Νορμανδών. Η διένεξη αυτή γίνεται η αιτία για τη στροφή του Μανουήλ προς τη Δύση.[12] Η κυριάρχη θέση του Βυζαντίου στη λεκάνη της Μεσογείου αναγκάζουν τον αυτοκράτορα να αναλάβει ενεργό μέρος στα μέχρι τότε τεκταινόμενα, επιδιώκοντας όχι μόνο να δώσει μία λύση στο πρόβλημα με τους Νορμανδούς αλλά και να υλοποιήσει την επιδίωξη τη δική του και των προκατόχων του και να εγκαθιδρύσει παγκόσμια κυριαρχία.
Μοιράζεται μαζί με τους στρατιώτες του τις κακουχίες των πολέμων, πράγμα που τον κάνει αγαπητό στο λαό, χωρίς όμως αυτό να γίνεται κάλυμμα κάτω από το οποίο κρύβονται οι αδυναμίες και οι λανθασμένες ενέργειες του αυτοκράτορα, όπως το να παρεμβαίνει σε θεολογικά ζητήματα χωρίς να διαθέτει την κατάλληλη παιδεία για τέτοιου είδους θέματα. Αντίθετα είναι και αυτός, όπως πολλοί προκάτοχοι αλλά και διάδοχοί του, θύμα των αστρολόγων. Το γεγονός αυτό ο Νικήτας Χωνιάτης το επικρίνει με δριμύτητα και το σχολιάζει με ειρωνεία.
Στην προσπάθειά του ο Μανουήλ να πετύχει την αναστήλωση του οικουμενικού κράτους του Ιουστινιανού και του Μεγάλου Κωνσταντίνου δεν δίστασε να θυσιάσει ακόμη και βασικά δόγματα του ανατολικού χριστιανισμού με αντάλλαγμα την βοήθεια του Πάπα και την Ενότητα των Εκκλησιών της Δύσης και της Ανατολής.[13]
Ο Μανουήλ αγωνίστηκε με πείσμα εναντίον όλων των εχθρών της αυτοκρατορίας και αν και κατάφερε να τους καταφέρει σημαντικά χτυπήματα[14], η ασύνετη πολιτική του, τόσο σε εξωτερικά ζητήματα του κράτους όσο και σε εσωτερικά, προκαλούσε τη δημιουργία σημαντικών εχθρικών συνασπισμών. Στα χρόνια του ενισχύθηκε η στρατιωτική αριστοκρατία και οι μεγαλογαιοκτήμονες, ενώ ταυτόχρονα μεγαλύτερη υπήρξε η εξαθλίωση και η χρεωκοπία των κατωτέρων κοινωνικών στρωμάτων.
Όσον αφορά στη στάση του Μανουήλ απέναντι στα μοναστήρια, οφείλουμε να πούμε ότι, αν και με χρυσόβουλο του 1158 απαγόρευσε την αύξηση της μοναστηριακής περιουσίας, εντούτοις δεν έτρεφε ιδιαίτερη εχθρότητα γι' αυτά, αφού εγγυάται επίσημα την μοναστηριακή περιουσία και ταυτόχρονα παραχωρεί σε αυτά προνόμια και φορολογικές ελαφρύνσεις.
Ο Μανουήλ πεθαίνει το Σεπτέμβριο του 1180 ύστερα από ολιγόμηνη ασθένεια, και παρ' όλες τις προβλέψεις των αστρολόγων της αυλής του, που τον καθησύχαζαν ότι θα ζούσε πολλά χρόνια. Στο τέλος της ζωής του δείχνει, τουλάχιστον, εξωτερική μεταμέλεια για το βίο που έζησε φορώντας το μοναχικό μανδύα. Με αυτόν τον τρόπο δείχνει να αποποιείται καθετί αμαρτωλό, που ταυτιζόταν με την μέχρι τώρα ζωή του.
Με όλα τα παραπάνω προσπαθείται να δοθεί μία εικόνα της προσωπικότητας του αυτοκράτορα Μανουήλ Α' Κομνηνού. Η εντύπωση που θα σχηματιστεί για το πρόσωπο του αυτοκράτορα θα βοηθήσει στην εμβαθύνση της μελέτης του αποσπάσματος της Ιστορίας του Νικήτα του Χωνιάτου και του ποιήματος του Κωνσταντίνου Καβάφη, τα οποία διαπραγματεύονται την ασθένεια και το θάνατο του Μανουήλ.
Όπως μπορεί ο αναγνώστης να διαπιστώσει, το ποίημα του Κ. Π. Καβάφη με τίτλο Μανουήλ Κομνηνός βασίζεται στο συγκεκριμένο απόσπασμα του Χωνιάτου, χωρίς να αποτελεί απλώς μία κακή αντιγραφή της ιστορίας. Ο ποιητής εκθέτει ένα πραγματικό γεγονός με τον δικό του μοναδικό τρόπο. Το ποίημα, κατά συνέπεια, μπορεί να χαρακτηρισθεί ιστορικό, αφού δεν παραποιεί την αλήθεια, δεν την εξωραίζει αλλά την παρουσιάζει μέσα από τα μάτια ενός ποιητικού δημιουργού, του Καβάφη.
ΙΙ. Ανάλυση του ποιήματος «Μανουήλ Κομνηνός»
Πρίν αρχίσει η ανάλυση του ποιήματος παρατίθεται το σχετικό απόσπασμα από την Ιστορία του Νικήτα Χωνιάτου καθώς και το ποίημα του Κ. Π. Καβάφη προς διευκόλυνση των αναγνωστών της εργασίας μας.
Νικήτα Χωνιάτου Ιστορία - Θάνατος του Μανουήλ Κομνηνού (1143-1180)
Κατήρξατο μεν ουν τω βασιλεί τα της νόσου προ του Μαρτίου μηνός, ο δ' αυτοκράτωρ επιστάντος του Σεπτεμβρίου το ζήν εξεμέτρησεν.
Ούτος δ' αρχήθεν ου παρεδέχετο οπωσούν ως ήγγικεν εκείνω το τελευτάν, αλλ' ευ ειδέναι διετείνετο ως ενιαυτοί ζωής έτεροι δεκατέσσαρες αυτώ επιδαψιλεύονται. οι δε παντοδήλητοι αστροφάντορες και περί ερωτικά, κατ' αυτούς ειπείν, τον βασιλέα σχολάσειν απετόλμων λέγειν ανασφήλαντα της νόσου μετά βραχύ.
Αλλ' όπερ έλεγον, ο βασιλεύς, επειδή τα της νόσου επέτεινε, και γνούς έτι πλέον εντεύθεν τας του ζήν απαλειφομένας ελπίδας και οίον καθ' υγρών τυπουμένας και την προθεσμίαν ήδη ανυπεξάλυκτον, ολίγα περί παιδός Αλεξίου τοις περιεστώσι διείλεκται κεράσας οιμωγαίς τα ρήματα εκ του προοράν οίον τα μετά την εκείνου συμβησόμενα έξοδον.
Αλλά και περί της αστρονομίας υποθήκη του πατριάρχου βραχύν τινα χάρτην υπεσημήνατο προς την εναντίαν δόξαν μεθαρμοσθείς.
Τέλος δε και αυτός τη αρτηρία προσάγων την χείρα και τας κινήσεις του σφυγμού γνωματεύων βύθιόν τι στενάξας και πλήξας τη χειρί τον μηρόν το μοναδικόν σχήμα ήτησε. θορύβου δε, ως εικός, επί τω ρήματι τούτω αρθέντος και της πνευματικωτέρας αμφιάσεως εχούσης το απαράσκευον, τριβωνίου μέλανος οι περί τον βασιλέα οθενούν ευπορήσαντες περιδύουσι μεν αυτόν τα μαλακά και αρχικά άμφια, επενδύουσι δε το τραχύ της κατά θεόν πολιτείας ένδυμα, εις οπλίτην μετημειφότες πνευματικόν κράνει τε θειοτέρω και θώρακι σεμνοτέρω, τω ουρανίω στρατολογήσαντες ηγεμόνι.[15]
Μανουήλ Κομνηνός, ποίημα του Κ. Π. Καβάφη
Ο βασιλεύς κύρ Μανουήλ ο Κομνηνός
μία μέρα μελαγχολική του Σεπτεμβρίου
αισθάνθηκε το θάνατο κοντά. Οι αστρολόγοι
(οι πληρωμένοι) της αυλής εφλυαρούσαν
που άλλα πολλά χρόνια θα ζήση ακόμη.
Ενώ όμως έλεγαν αυτοί, εκείνος
παληές συνήθειες ευλαβείς θυμάται,
κι απ' τα κελλιά των μοναχών προστάζει
ενδύματα εκκλησιαστικά να φέρουν,
και τα φορεί, κ' ευφραίνεται που δείχνει
όψι σεμνήν ιερέως η καλογήρου.
Ευτυχισμένοι όλοι που πιστεύουν,
και σαν τον βασιλέα κύρ Μανουήλ τελειώνουν
ντυμένοι μές την πίστι των σεμνότατα.
Ο Καβάφης αρχίζει το ποίημά του προσφωνώντας τον Μανουήλ κύρ και βασιλεύ. Η λέξη κύρ, κατά συγκοπή από τη λέξη κύριος. χρησιμοποιείται ως τιμητική προσηγορία ανδρών για τους οποίους αισθάνεται κάποιος μία οικειότητα. Η λέξη βασιλεύς στην προκειμένη περίπτωση σημαίνει τον αυτοκράτορα. Ο ποιητής εδώ, πρώτα χαρακτηρίζει το Μανουήλ βασιλιά, αναγνωρίζοντας του το αξίωμά του, την υπεράνω απ' όλους κοινωνική θέση του, και έπειτα τον προσφωνεί κύρ, αφήνοντας να φανεί στα λόγια του μία νότα οικειότητας προς το πρόσωπο του Μανουήλ Κομνηνού, χωρίς όμως την παραμικρή έλλειψη σεβασμού απέναντι στον ανώτατο βυζαντινό άρχοντα.
Στο δεύτερο στίχο του ποιήματος ο Καβάφης συμβαδίζει με το ιστορικό απόσπασμα από το έργο του Χωνιάτου σχετικά με το μήνα Σεπτέμβριο, που ο θάνατος επισκέπτεται τον αυτοκράτορα. Ο ποιητής παρουσιάζει με γλαφυρό τρόπο,
μελαγχολική μέρα - αισθάνθηκε κοντά,
τις τελευταίες μέρες του Μανουήλ. Στη συνέχεια καυτηριάζει με επιτιμητικό τρόπο την ύπαρξη αστρολόγων στην αυλή του παλατιού χρησιμοποιώντας την ουσιαστικοποιημένη μετοχή οι πληρωμένοι. Εκφράζεται έτσι με έντονο τρόπο η καβαφική ειρωνεία του. Στο σημείο αυτό ευθυγραμμίζεται με την αρνητική άποψη την οποία είχε και ο ίδιος ο Χωνιάτης για τους αστρολόγους. Ο τελευταίος τους χαρακτηρίζει αστροφάντορες. Το δεύτερο συνθετικό της λέξης αστροφάντορες, φάντες έχει αρνητική σημασία, αφού σημαίνει τον απατεώνα. Οι πληρωμένοι αστρολόγοι, λοιπόν, κατά τον ποιητή αλλά και κατά τον ιστορικό ήταν ανίκανοι να προβλέψουν αληθινά γεγονότα, που θα συνέβαιναν. Αλλά έχοντας οδηγό το κέρδος τους έλεγαν στους κυρίους τους αυτά που ήθελαν να ακούσουν. Με τον τρόπο αυτό τους παραπλανούσαν και τους εγκλώβιζαν σε απατηλά πεδία δράσης και σκέψης.
Αν και οι ψευτομάντεις ισχυρίζονταν ότι ο βασιλιάς θα ζούσε πολλά χρόνια ακόμη, ο τελευταίος διαισθανόμενος το θάνατο να τον πλησιάζει
θυμάται παληές συνήθειες ευλαβείς.
Με τους όρους αυτούς ο Καβάφης μας εξηγεί ότι αυτό που κάνει ο Μανουήλ δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο για τον βυζαντινό κόσμο. Αντίθετα, συνηθιζόταν ο βασιλιάς ,πριν πεθάνει, να λαμβάνει το σχήμα του μοναχού, προσπαθώντας να δείξει την ταπείνωσή του, αποποιούμενος το βασιλικό ένδυμα και φορώντας το μοναχικό ράσο. Το ράσο ήταν και είναι το σύμβολο της απαρνήσεως της εκκοσμικευμένης ζωής, του συνεχούς αγώνα κατά των παθών και της αμαρτίας, αλλά και της αδιάκοπης μετάνοιας για τα αμαρτήματα τα εκούσια η τα ακούσια.
Ο Καβάφης χρησιμοποιεί το ρήμα προστάζει ίσως για να δείξει αρχικά ότι αυτή η μεταμέλεια του βασιλιά δεν ήταν εις βάθος αλλά επιφανειακή εξαιτίας του φόβου για τον επικείμενό του θάνατο. Συγχρόνως με το ρήμα προστάζει, ο ποιητής δείχνει ότι και κατά την ώρα του θανάτου ένας Μανουήλ Κομνηνός συνεχίζει να δρα:
προστάζει να φέρουν ενδύματα και τα φορεί.[16]
Η ένδυση του αυτοκράτορα με ρούχα αφιερωμένου ανθρώπου στο Θεό,
κ' ευφραίνεται που δείχνει όψι σεμνήν ιερέως η καλογήρου,
τον χαροποιεί και του κάνει ελαφρύτερο το φορτίο του θανάτου του.
Ο στίχος,
τα φορεί, κ' ευφραίνεται που δείχνει,
είναι γεμάτος από ρήματα δείχνοντας μία συνεχή κίνηση και εξέλιξη των γεγονότων, μία δύναμη, που οι ενέργειες του μελλοθάνατου Κομνηνού αποπνέουν. Τέλος, ο Καβάφης μακαρίζει όσους πεθαίνουν, όπως ο αυτοκράτορας, «ενδεδυμένοι» τη χριστιανική πίστη,
Ευτυχισμένοι όλοι που πιστεύουν,
και σαν τον βασιλέα κύρ Μανουήλ τελειώνουν
ντυμένοι μές την πίστι των σεμνότατα.
Οι στίχοι αυτοί έχουν γίνει η αιτία για να δημιουργηθούν διαφωνίες και αντιπαραθέσεις στους μελετητές του Καβάφη για το τι πρέσβευε ο ποιητής σχετικά με τη χριστιανική πίστη, τη χριστιανική θρησκεία. Πολλοί είναι εκείνοι, όπως ο καθηγητής Γ. Σαββίδης, που υποστηρίζουν ότι ο Καβάφης στους στίχους αυτούς εκφράζει την πεποίθησή του για τη μεταθανάτια ζωή και κρίση σύμφωνα με το διδάγματα της θρησκείας μας.[17] Άλλοι, όπως ο κ. Ε. Ν. Μόσχος,[18]τονίζει ότι ο Χριστιανισμός του Καβάφη ήταν μόνο ιστορικός και όχι βιωματικός και υπαρξιακός, επειδή στους συγκεκριμένους στίχους του ποιήματός μας δε βλέπουμε να τον βασανίζει η πραγματική λύτρωση και η εσωτερική μετάνοια του Μανουήλ. Το μόνο που ενδιέφερε τους αυτοκράτορες ήταν να προσπαθήσουν να απαλλαγούν από τις συνέπειες των άνομων πράξεων, που διέπραξαν κατά τη διάρκεια της ζωής τους, και φορώντας τον εκκλησιαστικό μανδύα υποκριτικά να παρουσιασθούν μεταμελημένοι μπροστά στο θρόνο του Χριστού.
Προσωπικά, θεωρούμε ότι με τους τελευταίους στίχους ο Καβάφης εκφράζει αρχικά μία ιστορική αλήθεια, η οποία λέγεται και από τον ιστορικό Χωνιάτη. Εξάλλου, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι ο Καβάφης αρχικά κατακρίνει έμμεσα τον αυτοκράτορα, που σε όλη του τη ζωή ήταν δέσμιος των προβλέψεων των αστρολόγων, αλλά αυτό δεν του αφαιρεί τη δυνατότητα να μπορεί να πιστεύει στην ειλικρινή μετάνοια του Μανουήλ και για το λόγο αυτό να τον μακαρίζει. Κατά την άποψή μας, πιστεύουμε ότι ο Καβάφης πιστεύει ότι πρέπει να υπάρχει μεταμέλεια πριν το θάνατο. Το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο θεωρούσε ο αλεξανδρινός ποιητής ότι η μετάνοια του ανθρώπου, η αλλαγή του νού του, του τρόπου σκέψης του πρέπει να είναι ουσιαστική δηλαδή εσωτερική, και όχι μόνο τυπική, δηλαδή εξωτερική. Στο χριστιανισμό αυτό που μετράει είναι η ουσία και όχι ο τύπος. Φυσικά, στο σημείο αυτό θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι οι περισσότεροι μελετητές του Καβάφη βασιζόμενοι τόσο στο έργο του όσο και στις πληροφορίες για τη ζωή του θεωρούν τον ποιητή άνθρωπο των τύπων και όχι της ουσίας σχετικά με τη θρησκεία. Το θέμα αυτό όμως θα έχουμε την ευκαιρία να το εξετάσουμε διεξοδικότερα σε επόμενη ενότητα της εργασίας μας, ώστε με τις πληροφορίες, που θα αποκομίσουμε, θα μπορέσουμε να εμβαθύνουμε και περισσότερο στην ανάλυση των ποιημάτων μας.
Ολοκληρώνοντας τη σύντομη ανάλυση του ποιήματος του Καβάφη Μανουήλ Κομνηνός, θεωρούμε ότι μέσα από το ποίημα αυτό διαφαίνεται η εναρμόνιση του ποιητή με τη διδασκαλία της χριστιανικής πίστη όσον αφορά στη μετάνοια πριν από το θάνατο, ώστε να κερδίσει ο άνθρωπος την ουράνια βασιλεία. Για τον ποιητή δεν μετράει αν ο άνθρωπος πετύχει να ανέβει όλη την πνευματική κλίμακα, αλλά η ίδια η προσπάθεια μετάνοιας, ο αγώνας. Εξάλλου στόχος του είναι κάποιος να αρχίσει το ταξίδι για την πνευματική τελείωση, για την Ιθάκη.
Η Εκκλησία μας άλλωστε εύχεται για την αποφυγή αιφνιδίου θανάτου, ο οποίος θα στερήσει από τον πιστό την εκούσια δυνατότητα της μετάνοιας και μεταμέλειας για τις μέχρι τότε πράξεις του. Κλείνοντας την ενότητα αυτή αναφέρουμε και τη θεολογική άποψη ενός μελετητή του Καβάφη. Ο μελετητής αυτός είναι ο καθηγητής θεολογίας Βασίλειος Μουστάκης. Ο κ. Μουστάκης σημειώνει, ότι «τούτο το ποίημά του "Μανουήλ Κομνηνός" υποδηλοί την ενδόμυχον και ακοίμητον αποκαραδοκίαν του ποιητού δια την εντός της ορθοδόξου πνευματικότητος λύτρωσιν της ψυχής του»[19].
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β'
Ι. Στην Εκκλησία: α) Πότε γράφτηκε; β) Επιδράσεις στον Καβάφη σχετικά με το ποίημα. γ) Ήταν ο Καβάφης Χριστιανός;
Τό ποίημα Στην Εκκλησία[20] γράφτηκε κατά την Diana Haas[21] τον Αύγουστο του 1892 και δημοσιεύτηκε είκοσι χρόνια αργότερα το 1912, αφού ξαναγράφτηκε στο μεταξύ δύο φορές, το 1901 και το 1906. Την περίοδο αυτή οι Έλληνες της Διασποράς είχαν αρχίσει να στρέφουν το ενδιαφέρον τους στο μικρό νεοελληνικό βασίλειο. Το όραμα της Μεγάλης Ιδέας[22] αρχίζει τις τελευταίες δεκαετίες του δεκάτου ενάτου αιώνα και των αρχών του εικοστού να φαίνεται περισσότερο εφικτό. Ίσως η ιδεολογία αυτή να επηρεάζει και τον Καβάφη κατά τη συγγραφή του ποιήματός του.
Στον πρώτο στίχο του ποιήματος ο Καβάφης ομολογεί ότι αγαπάει την Εκκλησία, την οποία θέλει όχι λειτουργικά γυμνή και απλοποιημένη, αλλά λαμπρή[23],
Την Εκκλησίαν αγαπώ - τα εξαπτέρυγά της,
τ'ασήμια των σκευών, τα κηροπήγιά της,
τα φώτα, τές εικόνες της, τον άμβωνά της.
Με καμάρι, με αληθινή υπερηφάνεια ο ποιητής μιλάει για τους Γραικούς[24]. Ο ποιητής αναφέρει την Εκκλησία ως εκκλησία των Γραικών και όχι των Ελλήνων, δείχνοντας έτσι ότι ταυτίζει τον Ελληνισμό με το Χριστιανισμό. Με τον τρόπο αυτό ίσως αποποιείται πιθανή μομφή που του είχαν προσάψει ότι δεν ήταν χριστιανός. Κατά τον Ι. Μ. Χατζηφώτη[25] ο χριστιανικός ναός, επιβίωση της βυζαντινής τέχνης και της βυζαντινής αρχιτεκτονικής στις μέρες μας κεντρίζει τη φαντασία του ποιητή, που νοερά αναβιώνει με τους εξαίσιους στίχους του εικόνες και στιγμές από το βυζαντινό μας παρελθόν σε λιτή, αλλά μεστή και υποβλητική ποιητική σύνθεση.
Θα μπορούσε κάποιος να πεί ότι οι σκέψεις του ποιητή για την Εκκλησία είναι διαπιστώσεις ενός ψυχρού παρατηρητή, ενός ανθρώπου μεγαλωμένου και αναθρεμμένου μέσα στο κλίμα της Εκκλησίας και στην ατμόσφαιρά της (η καταγωγή του ας μην ξεχνούμε ήταν από παλιά φαναριωτικήν οικογένεια της Πόλης και η αγαπημένη του πολιτεία, που έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του, η Αλεξάνδρεια, ήταν έδρα του ομώνυμου Πατριαρχείου, που αποτελούσε μία ζωντανή παρουσία για όλους τους εκεί απόδημους Έλληνες) και δεν εκφράζουν καμία προσωπική, βιωματική μαρτυρία η εκδήλωση.[26]
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Καβάφης δεν έγραψε θρησκευτική ποίηση, για το λόγο αυτό πλανιόμαστε αν προσπαθούμε να βρούμε μέσα από το ποιητικό έργο του μία συστηματική χριστιανική Κατήχηση η Ηθική. Κατά συνέπεια, μπορούμε απλά να διαπιστώσουμε την αγάπη του ποιητή ως εύωσμο θυμίαμα, που αναδύεται μέσα από αυτό το ποίημα, για την Εκκλησία και για το ό,τι εκείνη αντιπροσωπεύει. Η Ευαγγελία Παπαχρήστου -Πάνου[27] παρατηρεί σχετικά με το συγκεκριμένο ποίημα: «Με αυτό το ποίημα ο Καβάφης δηλώνει σαφέστατα το θαυμασμό και την αγάπη του για την εκκλησία, και πηγαίνει στις βαθειές ρίζες της ορθοδοξίας μας, έτσι, καθώς στέλνει νοσταλγικά τη σκέψη του στο μεγαλείο και στην προσφορά του Βυζαντίου».
Το ερώτημα που μας βασανίζει συνέχεια είναι αν ο Καβάφης ήταν η όχι χριστιανός. Όπως προείπαμε δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι ο Καβάφης έγραψε ποίηση και όχι θεολογία. Κατά το Μαλάνο, το πιο συστηματικό μελετητή του έργου του Καβάφη, ο τελευταίος ούτε πίστευε σε βάθος, ούτε ήταν θρήσκος.[28] Φυσικά μερικοί άλλοι μελετητές του σημειώνουν ότι ο Καβάφης ήταν άνθρωπος των τύπων, για το λόγο αυτό φορούσε και το βαπτιστικό του σταυρό στο λαιμό. Επιπλέον για τους τύπους αποφάσισε να δεχτεί στο τέλος της ζωής του, αν και όπως υποστηρίζουν δεν ήθελε, τον ίδιο τον πατριάρχη για να τον κοινωνήσει με τα Άχραντα Μυστήρια.
Κατά την ταπεινή μας άποψη, ο Καβάφης ήταν χριστιανός στην ουσία και όχι μόνο στους τύπους αλλά δεν μπορούσε να υπερασπιστεί τη θρησκευόμενη αυτή πλευρά της προσωπικότητάς του εξαιτίας της σεξουαλικής του διαστροφής, της ιδιαιτερότητάς του που τον έφερνε σε «ρήξη» με τη χριστιανική διδασκαλία της εγκράτειας και της αγνότητας.[29] Ίσως τελικά αυτό το πάθος εξελίχθηκε σε τροχοπέδη για την ουσιαστική και βιωματική προσέγγιση του Χριστιανισμού από τον ποιητή.
Μελετητές του Καβάφη όπως ο Σαββίδης, ο Παπατσώνης κ.α. συγκλίνουν στην άποψη ότι ο Καβάφης υπήρξε χριστιανός και πολλές φορές η σκέψη του σχετικά με τη μεταθανάτια ζωή και κρίση είναι σύμφωνη με τα διδάγματα της θρησκείας μας.[30] Υπάρχουν όμως, και πολλοί άλλοι μελετητές που υποστηρίζουν ότι ο Χριστιανισμός του Καβάφη είναι καθαρά ιστορικός και όχι πραγματικός[31]. Όπως βλέπουμε, το θέμα του αν είναι η όχι Χριστιανός ο Καβάφης έχει και υποστηρικτές αλλά και φανατικούς αντιπάλους. Εμείς προσπαθήσαμε να κάνουμε κάποιες σκέψεις και να εκθέσουμε κάποιες απόψεις για το συγκεκριμένο ζήτημα με απώτερο σκοπό την πρόσκληση ενδιαφέροντος για διεξοδικότερη έρευνα πάνω στη θρησκευτικότητα η όχι του Καβάφη.
ΙΙ. Σχολιασμός της φράσης "ένδοξός μας Βυζαντινισμός".
Ο Καβάφης υπήρξε δεινός γνώστης της Βυζαντινής ιστορίας. Δύο περίοδοι από τη διάρκεια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας τον θέλγουν περισσότερο. Η μία είναι η εποχή της λήξης της εικονομαχίας επί Ειρήνης της Αθηναίας 787 και αναστήλωσης των εικόνων κατά τα χρόνια της αυτοκράτειρας Θεοδώρας το 843, και η άλλη είναι η εποχή των Σταυροφοριών. Οι τελευταίες αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για τη δημιουργία πολλών ποιημάτων του, σύμφωνα με την άποψη του ιστορικού Παπαρηγόπουλου.[32]
Στο ποίημα του Καβάφη Στην Εκκλησία, μπορεί κάποιος να δεί πόσο ο Καβάφης έχει αφομοιώσει τη διαχρονική διδασκαλία του Παπαρηγόπουλου για την απόλυτη ενότητα του ελληνισμού αρχαίου - βυζαντινού και νεώτερου.[33] Επιστέγασμα της ιστορικής αυτής άποψης, ως προς το ένα μέρος, αποτελεί η έκφραση, «στον ένδοξό μας Βυζαντινισμό» που υπάρχει στο ποίημά μας. Στο πιθανό έρώτημα που θα αναδυθεί στο νού μας, γιατί ο Καβάφης χρησιμοποιεί τη λέξη Βυζαντινισμός[34] και όχι Βυζάντιο, θα μπορούσαμε να πούμε ότι με τον τρόπο αυτό ο αλεξανδρινός ποιητής θέλει να πετύχει δύο στόχους. Ο ένας στόχος είναι να καταφέρει να αποφορτίσει τον όρο από την αρνητική σημασία που είχε λάβει έως την εποχή του Καβάφη και ο άλλος είναι να αναδείξει τη μεγάλη σημασία της βυζαντινής αυτοκρατορίας, η οποία κατάφερε και να ενώσει πολλούς ανατολικούς λαούς, αλλά και να αποτελέσει γέφυρα ένωσης και συνέχειας του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού με τον σύγχρονο ελληνικό.
Σύμφωνα με την Haas[35] η λέξη Βυζαντινισμός δεν εκφράζει μία ειρωνεία του Καβάφη απέναντι σε κάθε τι βυζαντινό, άποψη που υποστηρίζει ο Άλκης Θρύλος στο έργο του, Κριτικές Μελέτες ΙΙΙ[36]. Αντίθετα χρησιμοποιείται για να δηλώσει τη νοσταλγική αναπόληση ενός αισθητικού και αισθησιακού ιδανικού που ενσάρκωνε το Βυζάντιο. Στη φράση αυτή οφείλουμε να προσέξουμε τη κτητική αντωνυμία μας, δίνοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στην ερμηνεία της. Με την αντωνυμία αυτή ο ποιητής στο έργο του Στην Εκκλησία υπογραμμίζει την ένωσή του όχι με το Θεό αλλά με την ελληνική φυλή, το παρελθόν και την ιστορία της.
Τελειώνοντας θα δανειστούμε μία φράση από το άρθρο του Ι. Μ. Χατζηφώτη, Ο Καβάφης και το Βυζάντιο: Ο Βυζαντινισμός, ο Ελληνισμός δονούν τις ευαίσθητες χορδές της καρδιάς του ποιητή, που άλλοτε αγάλλεται για το μεγαλείο τους και άλλοτε θλίβεται με τις πικρές ώρες της παρακμής τους.[37]
ΙΙΙ. Ο Ιωνικός και ο Βυζαντινός Καβάφης
Στην ενότητα αυτή ταυτίζουμε τον όρο Ιωνικός με τον ορθολογισμό, την ευρύτητα του πνεύματος και την αγάπη για το αρχαίο πνεύμα και κατά συνέπεια για τον αρχαίο πολιτισμό. Στον αντίποδα του όρου Ιωνικός βρίσκεται ο χαρακτηρισμός Βυζαντινός. Όρος που αρμόζει στον ιστορικό ποιητή της εποχής του Βυζαντίου, που μέσα από τα ποιήματά του διαφαίνεται η αγάπη όχι μόνο για τους ήρωες του Βυζαντίου αλλά και για τη χριστιανική πίστη.
Ο Καβάφης ερμηνεύει τους δύο αυτούς ρόλους του ιωνικού και του βυζαντινού ποιητή με μεγάλη επιτυχία. Πολλά από τα ποιήματά του αναφέρονται στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό (Τα άλογα του Αχιλλέως, η κηδεία του Σαρπηδόνος, το πρώτο σκαλί κ.α.) και άλλα πάλι εξαίρουν τον ένδοξο Βυζαντινισμό και υπογραμμίζουν την ελληνικότητα της Μεσαιωνικής Αυτοκρατορίας (Μανουήλ Κομνηνός, Θεόφιλος Παλαιολόγος, ο Ιουλιανός και οι Αντιοχείς κ.α.). Ο ίδιος πιστεύει ότι οι Βυζαντινοί ποιητές είναι συνεχιστές των αρχαίων, Οι ποιηταί του μεσαίωνός μας δεν ήσαν μεν αντάξιοι των αρχαίων μας ποιητών, ουδέ των χαριεστάτων οπαδών της Μούσης, ους ανέδειξε παρ' ημίν ο 19ος αιών, αλλά δεν είναι άξιοι της περιφρονήσεως ην τοις εδείκνυον επί τοσούτον χρόνον οι σοφοί της Εσπερίας. Ημείς οι Έλληνες δεν τους περιεφρονήσαμεν μεν ποτέ, αλλά και δεν τους εγνωρίσαμεν. Η εύσεβής αυτή λήθη είναι καιρός να διακοπή. Οι Βυζαντινοι αοιδοί μας ενδιαφέρουσι ζωηρότατα, διότι αποδεικνύουσιν ότι η ελληνική λύρα ου μόνον δεν εθραύσθη, αλλά και ουδέποτε έπαυσεν αναπέμπουσα ήχους γλυκείς. Οι Βυζαντινοί αοιδοί αποτελούσι τον σύνδεσμον μεταξύ της δόξης των αρχαιων ποιητών και της χάριτος και των χρυσών ελπίδων των συγχρόνων.[38]
Ο Καβάφης ως ποιητής μαγεύεται από την ιστορία του ελληνικού γένους. Την αισθάνεται ως αναπόσπαστο μέρος της προσωπικότητάς του. Συχνά φιλοσοφεί πάνω στην ιστορία, στοχαζόταν και εκφραζόταν ποιητικά μέσα από αυτήν. Για τον Αλεξανδρινό ποιητή δεν υπήρχε δίλημμα για το αν θα χαρακτήριζε τον εαυτό του ιωνικό η βυζαντινό, επειδή όπως ο ίδιος σημειώνει: «Είμαι κί εγώ Ελληνικός. Προσοχή, όχι Έλλην, ούτε Ελληνίζων αλλά, Ελληνικός»[39]. Με τη φράση αυτή θεωρεί ως κληρονομιά του ολόκληρο τον ελληνικό πολιτισμό. Έτσι έχει τη δυνατότητα να εναλλάσσει ρόλους ανάλογα με την ποιητική του διάθεση χωρίς όμως να προδίδει ούτε τον ειδωλολατρικό αρχαιοελληνικό κόσμο αλλά ούτε και το χριστιανικό βυζαντινό πολιτισμό. Άλλωστε δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι είναι ποιητής και όχι ιστορικός η θεολόγος, και σαν ποιητής κρατάει τα χαλινάρια του αλόγου που του δίνει η ποιητική αδεία.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ο Καβάφης είναι ποιητής, και όπως κάθε ποιητής εκφράζει με το έργο του βαθύτερα πράγματα και έννοιες τις οποίες δύσκολα πολλές φορές οι αναγνώστες του κατανοούν και εμβαθύνουν.Ο αλεξανδρινός αυτός ποιητής θεωρείται ένα αμάλγαλμα ιωνικού και βυζαντινού ποιητή.
Ο Α. Καραπαναγόπουλος[40] σημειώνει πάνω στο θέμα αυτό ότι εκείνο που δεν μπόρεσαν να ξεχωρίσουν οι μελετητές του είναι η διαφορά μεταξύ θρησκευόμενου, θρησκόληπτου, του συγκρητιστικού στοιχείου στη θρησκεία και του φανατισμού που είναι έξω από τα όρια του Χριστιανισμού και την ιστορική σημασία ορισμένων γεγονότων. Ο Καβάφης δεν είναι ειδωλολάτρης είναι ιστορικός ποιητής, μελετητής και όχι ιεροκήρυκας. Η ματιά του ήταν ελληνική και ταυτόχρονα ευρωπαϊκή.
Ο Καβάφης είχε τη ευτυχία να αγαπήσει τη συγγραφή και να μπορέσει να γίνει εραστής της ποίησης. Το έργο του θελκτικό και απαράμιλλο του έδωσε μία αιώνια θέση δόξας και τιμής στον κόσμο των ποιητών. Μέσα από τα ποιήματά του παίρνουν μορφή και κρίνονται για τις ενέργειές του, όχι μόνο ειδωλολάτρες αλλά και χριστιανοί.
Ο Μιχάλης Στασινόπουλος γράφει ότι ποτέ η ποιητική αλήθεια δεν ενεφανίσθη με τρόπο τόσο αμείλικτα καθολικό, τόσο αναπανόρθωτα πειστικό... Στα πιο πολλά του ποιήματα, βρίσκει κανείς τον πυρήνα ενός αποφθέγματος. Το απόφθεγμα, απόσταγμα σκέψης και ζωής, σφραγίζει τη φωνή, σφραγίζει τη σκέψη, με τη σφραγίδα της σιωπής. Με το απόφθεγμα έχουν ειπωθεί όλα, μετά απ' αυτό δε βολεί να πεί κανείς τίποτε.[41]
Στην εργασία αυτή έγινε προσπάθεια να αναλυθούν τα δύο ποιήματα του Καβάφη, «Μανουήλ Κομνηνός» και «Στην Εκκλησία». Στόχος ήταν να δείξουμε το βαθύτερο νόημα των γραφομένων του αλεξανδρινού διανοούμενου, χωρίς προσπάθεια ένδειξη δοκησοφίας. Είναι δύσκολο να εμβαθυνθούν οι σκέψεις και τα λεγόμενα ενός ανθρώπου και πόσο μάλλον όταν ο άνθρωπος αυτός είναι ο μορφωμένος και «πολύπλευρος» Καβάφης. Προσπαθήθηκε να δοθεί το φως που κρύβεται σε κάθε στίχο των ποιημάτων του, κατανοώντας ότι αυτό έμοιαζε πολλές φορές με λαβύρινθο. Ελπίδα είναι μέσω της εργασίας αυτής να φάνηκαν μερικά ικανοποιητικά ψίγματα από την καβαφική ποίηση και τα νοήματα που κρύβονται μέσα της. Άλλωστε ο μελετητής του Καβάφη θα πρέπει πάντα να έχει στο νού του τα λόγια του ίδιου του ποιητή: «Ο τεχνίτης οφείλει να καταστρέψει το άτομόν του χάριν του έργου του».[42]
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- ¨ Αλιθέρσης, Γ., Το Πρόβλημα του Καβάφη, Αλεξάνδρεια 1934.
- ¨ Άντον, Τ., Η Ποίηση και η Ποιητική του Κ. Π. Καβάφη, εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 2000.
- ¨ Βαλέτα, Γ., «Καβάφης ο Αντιοχεύς», Πειραϊκά Γράμματα, τ. 3ος, 1943.
- ¨ Chalandon, F., Les Comnènes ΙΙ, Paris 1912
- ¨ Γιαλούρη, Α., «Ο Καβάφης και το Βυζάντιο», Πνευματική ζωή, τ. 25-26, 1938.
- ¨ Δάλλα, Γ., Καβάφης και Ιστορία, Αθήνα 1974.
- ¨ Δημαρά, Θ. Κ., «Τεχνική της έμπνευσης στα ποιήματα του Καβάφη.», Φιλολογική Πρωτοχρονιά, 1956.
- ¨ Του ιδίου, «Περί Καβάφη», Εφ. το Βήμα, 5 Σεπτεμβρίου 1969.
- ¨ Φειδά, Ι. Β., Εκκλησιαστική Ιστορία Α', Αθήνα 1990.
- ¨ Haas, D., «"Στον ένδοξό μας Βυζαντινισμό": σημειώσεις για ένα στίχο του Καβάφη», Διαβάζω αφιέρωμα.
- ¨ Της ιδίας, «Cavafy's Reading Notes on Gibbon's Decline and fall» Folia Neohellenica, τ. 4, 1982.
- ¨ Hunger, H., Βυζαντινή Λογοτεχνία - Η λόγια κοσμική γραμματεία των Βυζαντινών, τ. Β., μτφρ. Τ. Κόλιας, Κ. Συνέλλη, Γ. Μακρής, Ι. Βάσσης, εκδόσεις ΜΙΕΤ, Αθήνα 20013.
- ¨ Χρηστίδη, Φ. Β., Ο καβάφης και το Βυζάντιο, Αθήνα 1958.
- ¨ Καβάφη, Π. Κ., Πεζά, Παρουσίαση - Σχόλια Παπουτσάκη Γ., εκδ. Φέξη, Αθήνα 1963.
- ¨ Καρακάση, Σ., Ο Καβάφης, εκδόσεις Δίρφος, Αθήνα 19782.
- ¨ Καραπαναγοπούλου, Α., Ο Κ. Π. Καβάφης ήταν Χριστιανός, εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα - Γιάννινα 1993.
- ¨ Κατράρο, Α., Ο φίλος μου ο Καβάφης, μτφρ. Αριστέα Ράλλη, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1970.
- ¨ Κόμη, Α., Κ. Π. Καβάφης, Κέρκυρα 1935.
- ¨ Κρίσπη, Μ., Κ. Π. Καβάφης, Αθήνα 1956.
- ¨ Λαδιά, Ε., Άρθρα για την καβαφική ποίηση, εκδόσεις Φέξη, Αθήνα 19752.
- ¨ Λιβαδάρα, Α. Ν., «Ο Καβάφης και η Βυζαντινή ποίηση», Παρνασσός, τ. ΛΗ, 1996.
- ¨ Μαλάμου, Τ., Ο ποιητής Κ. Π. Καβάφης. Ο άνθρωπος και το έργο του, εκδόσεις Δίρφος, Αθήνα 19573.
- ¨ Του ιδίου, Καβάφης 2, εκδόσεις Φέξη, Αθήνα 1963.
- ¨ Του ιδίου, Καβάφης 3, εκδόσεις Αργώ, Αθήνα 1978
- ¨ Μητσάκης, Κ., «Ο Κ. Π. Καβάφης και η παρακμή του δυτικού κόσμου», Ευθύνη -αφιέρωμα.
- ¨ Μόσχου, Ν. Ε., «Ο Χριστιανισμός και ο Καβάφης», Κριτικά φύλλα, τ. 6ος, Αθήνα 1978.
- ¨ Παπαχρήστου - Πάνου, Ε. Το Χριστιανικό βίωμα του Κ. Π. Καβάφη, εκδόσεις Ιωλκός.
- ¨ Πιερή, Μ., «Ο Καβάφης και η ιστορία», Ο Πολίτης, τ. 62, 1983.
- ¨ Πούλη, Σ., πρωτοπρεσβυτέρου, Οι θρησκευτικές αντιλήψεις του ποιητή Κ. Π. Καβάφη, εκδόσεις Γκοβόστη.
- ¨ Σαββίδη, Π. Γ., « Περί εκκλησίας και θεάτρου», ανάτυπο, Αθήνα 1963.
- ¨ Σαρεγιάννη, Α. Ι., Σχόλια στον Καβάφη, εκδόσεις Ίκαρος.
- ¨ Θέμελη, Γ., Η ποίηση του Καβάφη, διαστάσεις και όρια. Δοκίμιο για μία βαθύτερη θεώρηση, Θεσσαλονίκη 1970.
- ¨ Θρύλου, Α., Κριτικές Μελέτες ΙΙΙ, Αθήναι 1925.
[1] Ὅπως χαρακτηριστικά ὑπογραμμίζει ὁ Τίμος Μαλάνος, ὁ πιό συστηματικός μελετητής τοῦ ἔργου τοῦ Καβάφη, στά Συμπεράσματα τοῦ ἔργου του «Ὁ ποιητής Κ. Π Καβάφης» ἡ ζωή τοῦ ποιητῆ περνάει μέσα ἀπό τρεῖς σημαντικές περιόδους -τήν πρό τοῦ 1900, τήν πρό τοῦ 1914 καί τή μεταπολεμική.
Ἡ περίοδος πρό τοῦ 1900 εἶναι μία ἐποχή θαυμαστῆς πνευματικῆς εὐφορίας τόσο στόν τομέα τῆς πνευματικῆς δημιουργίας, ὅσο καί στόν τομέα τῆς ἐπιστήμης.. Οἱ Ἕλληνες τῆς Διασπορᾶς καί κυρίως τῆς Ἀλεξάνδρειας ἔχουν μεγάλη οἰκονομική δύναμη, πρωτοστατώντας ὄχι μόνο στό ἐμπόριο ἀλλά καί στή γενικότερη πνευματική ἀνάπτυξη.
Ἡ ἑπόμενη περίοδος πρό τοῦ 1914 σημαδεύεται ἀπό τήν ἀποικιακή ἐξάπλωση τῶν βιομηχανικά ἀναπτυγμένων κρατῶν. Ἐνῶ ἡ περίοδος ἀπό τό 1914 καί ἑξῆς συνταράσσεται ἀπό τόν Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, τίς ὀδυνηρές συνέπειές του καί σφραγίζεται ἀπό τά μεταπολεμικά καί μεσοπολεμικά χρόνια.
[2] πρωτοπρεσβυτέρου Στεφάνου Ἰ. Πούλη, Οἱ Θρησκευτικές Ἀντιλήψεις τοῦ Ποιητῆ Κων. Π. Καβάφη, ἐκδόσεις Γκοβόστη, σ. 9.
[3] Ἰ. Ἀ. Σαρεγιάννη, Σχόλια στόν Καβάφη, ἐκδόσεις Ἴκαρος, σ. 46.
[4] Αὐτόθι.
[5] Τζών Ἄντον, Ἡ Ποίηση καί ἡ Ποιητική τοῦ Κ. Π. Καβάφη, ἐκδόσεις Ἴκαρος, Ἀθήνα 2000, σ. 42.
[6] Herbert Hunger, Βυζαντινή Λογοτεχνία - Ἡ λόγια κοσμική γραμματεία τῶν Βυζαντινῶν, τ. Β., μτφρ. Τ. Κόλιας, Κ. Συνέλλη, Γ. Μακρής, Ἰ. Βάσσης, ἐκδόσεις ΜΙΕΤ, Ἀθήνα 20013, σ. 266.
[7] F. Chalandon, Les Comnène ΙΙ, Paris 1912, p. 26.
[8] Herbert Hunger, Βυζαντινή Λογοτεχνία - Ἡ λόγια κοσμική γραμματεία τῶν Βυζαντινῶν, τ. Β., μτφρ. Τ. Κόλιας, Κ. Συνέλλη, Γ. Μακρής, Ἰ. Βάσσης, ἐκδόσεις ΜΙΕΤ, Ἀθήνα 20013, σ. 267.
[9] Αὐτόθι, σ. 270.
[10] Αὐτόθι, σ. 273.
[11] Αὐτόθι, σ. 276.
[12] Ὁ Georg Ostrogorsky στόν Γ' τόμο τοῦ ἔργου του Ἱστορία τοῦ βυζαντινοῦ κράτους, σ. 47 σημειώνει ὅτι ὁ Μανουήλ ἦταν ὁ χαρακτηριστικός τύπος τοῦ δυτικοῦ ἱππότη σέ βαθμό πού νά ἐνσαρκώνει ἕνα νέο τύπο ἡγέτη στή βυζαντινή ἱστορία. Στό προσωπό του βλέπει κανείς καθαρά τή βαθειά ἐπιρροή πού εἶχαν ἀσκήσει οἱ σταυροφόροι στόν βυζαντινό κόσμο. Ἀγαποῦσε τά δυτικά ἔθιμα καί τά μιμήθηκε στήν αὐλή του. Ἐπίσης οἱ δύο γάμοι του με δυτικές πριγκίπισσες συνέβαλαν στά νά ἀποκτήσει ἡ πρωτεύουσα μιά καινούργια ὄψη. Ἡ μεγαλειώδης πολυτέλεια τῆς ἀνατολικῆς νοοτροπίας παραχώρησε τή θέση της στήν ἀνάλαφρη, ἱπποτική κομψότητα δυτικοῦ τύπου.
[13] Στό σημεῖο αὐτό πρέπει νά κάνουμε μία συνοπτική ἀναφορά στό σχίσμα μεταξὐ τῆς Δυτικῆς καί Ἀνατολικῆς Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας. Τό ὁριστικό σχίσμα μεταξύ τῶν δύο Ἐκκλησιῶν ἔγινε τό 1054. Ἦταν τό ἀποτέλεσμα μίας μακράς κρίσεως μεταξύ Ρώμης καί Κωνσταντινουπόλεως πού ἄρχισε τόν Ε' αἰώνα, κορυφώθηκε τόν 9ο αἰώνα μέ τό πρόσχημα τῆς κανονικῆς ἐκλογῆς τοῦ πατριάρχου Φωτίου (863-867), ἡ ὁποία ἀμφισβητήθηκε ἀπό τόν πάπα Ρώμης Νικόλαο καί ὁλοκληρώθηκε τό 1054. Αἴτια τοῦ σχίσματος ἦταν ἡ ἐπιμονή τῶν Δυτικῶν ἱεραρχῶν στό filioque, δηλαδή στό λανθασμένο «δόγμα» ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐκπορεύεται προαιώνια ἀπό τόν Πατέρα ἀλλά καί ἀπό τόν Υἱό. Τό ὀρθό δόγμα εἶναι ὅτι τόἍγιο Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἀχρόνως μόνο ἀπό τόν Πατέρα (ὑποστατικό ἰδίωμα) καί κάποια συγκεκριμένη ἐν χρόνῳ στιγμή ἀπό τόν Υἱό. Ἄλλα αἴτια ἦταν ἡ ἴδρυση τοῦ παπικοῦ κράτους, τῆς φραγκικῆς αὐτοκρατορίας τοῦ Καρλομάγνου καθώς καί τό παπικό πρωτεῖο πού ἐπιδίωκε διακαώς ὁ πάπας.
[14] Πολέμησε μέ τούς Νορμανδούς ἀντιμετωπίζοντας τόν ἡγεμόνα τους Ρογῆρο καί ἀργότερα τούς διαδόχους του, πετυχαίνοντας κάποιες νίκες ὅμως στό τέλος μέ τή συνθήκη τοῦ 1158 μεταξύ Μανουήλ καί Γουλιέλμου ἀναγκάζεται ὁ πρῶτος νά παραδώσει ὅ,τι κατεῖχε στήν Ἰταλία. Πολεμάει καί κατατροπώνει τόν ἡγεμόνα τῆς Μικρᾶς Ἀρμενίας Τερόζη καί τό σύμμαχό του ἡγεμόνα τῆς Ἀντιοχείας Ρενάλδο. Γνωρίζει μεγάλη πανωλεθρία στή μάχη τοῦ Μυριοκεφάλου, μέ ἀποτέλεσμα τό Βυζαντινό κράτος νά γίνει ἕρμαιο τῆς πολιτικῆς τοῦ Φρειδερίκου Α᾿.
[15] Ἡ ἀπόδοση τοῦ ἀποσπάσματος στά νέα ἑλληνικά: Ἄρχισε λοιπόν, ἡ ἀσθένεια τοῦ βασιλιά πρίν ἀπό τό μῆνα Μάρτη καί ὁ βασιλιάς μόλις μπῆκε ὁ Σεπτέμβριος πέθανε. Αὐτός ὅμως ἀρχικά δέν παραδεχόταν καθόλου, ὅπως ὅλοι, ὅτι τόν πλησιάζει ὁ θάνατος, ἀλλά ἔλεγε πώς ἄλλα δεκατέσσερα χρόνια ζωῆς τοῦ ἀπομένουν. (αὐτά τοῦ τά ἔλεγαν οἱ ἀστρολόγοι). Καί οἱ ἀστρολόγοι, πού ἐρχόντουσαν ἀπό διάφορα μέρη, ὅπως τό ἔλεγαν αὐτοί, τολμοῦσαν νά λένε ὅτι ὁ βασιλιάς θά ἀσχοληθεῖ καί μέ ἐρωτικές ὑποθέσεις, ὅταν θά γίνει καλά ἀπό τήν ἀσθένεια.
Ἀλλά ὅπως ἔλεγα, ὁ βασιλιάς, ἐπειδή ἡ ἀρρώστια χειροτέρευε, καί ἐπειδή ἀπό αὐτό τό γεγονός κατάλαβε ὅτι χάνονται οἱ ἐλπίδες πώς θά ζήσει, καί ἦταν σάν νά γράφονται στήν ἐπιφάνεια τοῦ νεροῦ, καί ἡ προθεσμία τοῦ θανάτου του ἦταν πιά ἀναπόφευκτη λίγα λόγια εἶπε στούς γύρω του σχετικά μέ τό γιό του τόν Ἀλέξιο, συνοδεύοντας τά λόγια του μέ δάκρυα, ἐξαιτίας του σάν νά προέβλεπε αὐτά πού θά συμβοῦν /θά συνέβαιναν μετά τό θάνατο ἐκείνου.
Μέ τήν παραίνεση τοῦ Πατριάρχη ὑπέγραψε ἕνα μικρό κείμενο, ἀφοῦ μεταστράφηκε στήν ἀντίθετη ἀντίληψη (δηλαδή ἀποκήρυξε τή μανία του νά πιστεύει στούς ἀστρολόγους).
Τέλος ἔφερε τό χέρι του στήν ἀρτηρία καί ἔπιασε τό σφυγμό του. Καί ἀφοῦ ἔβγαλε βαθύ ἀναστεναγμό καί χτύπησε τόν μηρό του (δεῖγμα ἀπόγνωσης), ζήτησε νά ντυθεῖ τό σχῆμα τοῦ μοναχοῦ, καί ὅπως ἦταν φυσικό, μέ τά λόγια αὐτά δημιουργήθηκε θόρυβος στούς περιεστῶτες, καί ἐπειδή αὐτή ἡ πνευματική ἔνδυση (ἑνός μοναχοῦ) δέν βρισκόταν κάπου κοντά /ἦταν ἀπροετοίμαστοι (-αὐτοί ἀπ' τούς ὁποίους ζήτησε τό σχῆμα-) αὐτοί πού ἦταν γύρω του ἀπό κάπου τελοσπάντων, ἀφοῦ βρήκανε ἕνα μαῦρο ράσο, τόν ντύνουν μέ τά μαλακά καί ἀρχικά ἄμφια καί βάζουν ἀπό πάνω τό τραχύ ἐξωτερικό ἔνδυμα τῆς κατά Θεόν Πολιτείαν, ἀφοῦ τόν παρουσίασαν στρατιώτη πνευματικό μέ κράνος περισσότερο θεῖο καί μέ ἕνα θώρακα πού ἦταν πιό σεμνός, στρατολογώντας (μέ αὐτόν τόν τρόπο) στόν οὐράνιο ἡγεμόνα.
[16] Ἰ. Ἀ. Σαρεγιάννη, Σχόλια στόν Καβάφη, ἐκδόσεις Ἴκαρος, σ. 63.
[17] Ἐ. Ν. Μόσχου, «Ὁ Χριστιανισμός καί ὁ Καβάφης», Κριτικά φῦλλα, τ. 6ος, Ἀθήνα 1978, σ. 134.
[18] Αὐτόθι, σσ. 141-142.
[19] ΘΗΕ, Ἀθῆναι 1965, τ. 7ος, στ. 141. Πρβλ. πρωτοπρεσβυτέρου Στεφάνου Ἰ. Πουλή, Οἱ θρησκευτικές ἀντιλήψεις τοῦ ποιητῆ Κ. Π. Καβάφη, σ. 86.
[20] Παραθέτουμε τό ποίημα τοῦ Καβάφη:
Στήν Ἐκκλησία
Τήν Ἐκκλησίαν ἀγαπῶ - τά ἑξαπτέρυγά της,
τ' ἀσήμια τῶν σκευῶν, τά κηροπήγιά της,
τά φῶτα, τές εἰκόνες της, τόν ἄμβωνά της.
Ἐκεῖ σάν μπῶ, μές σ' ἐκκλησία τῶν Γραικῶν·
μέ τῶν θυμιαμάτων της τές εὐωδίες,
μέ τες λειτουργικές φωνές καί συμφωνίες,
τές μεγαλοπρεπεῖς τῶν ἱερέων παρουσίες
καί κάθε των κινήσεως τόν σοβαρό ρυθμό-
λαμπρότατοι μές στῶν ἀμφίων τόν στολισμό-
ὁ νοῦς μου πιαίνει σέ τιμές μεγάλες τῆς φυλῆς μας
στόν ἔνδοξό μας Βυζαντινισμό.
[21] Diana Haas, «"Στόν ἔνδοξό μας Βυζαντινισμό": σημειώσεις γιά ἕνα στίχο τοῦ Καβάφη». Διαβάζω ἀφιέρωμα, σ. 76.
[22] Ἡ Μεγάλη Ἰδέα ἐκπορεύθηκε ἀπό τήν ἀντίληψη ὅτι τό τότε ὑπάρχον κράτος δέν ἦταν παραμία ἡμιτελής κατασκευή, τά θεμέλια γιά νά μπορέσει ἡ Ἑλλάδα νά γίνει ἡ χώρα τῶν δύο ἡπείρων καί τῶν τριῶν θαλασσῶν.
[23] Ἀλέκου Καραπαναγοπούλου, Ὁ Κ. Π. Καβάφης ἦταν Χριστιανός; ἐδόσεις Δωδώνη, Ἀθήνα - Γιάννινα 1993, σ. 61.
[24] Ἀρχικά Γραικούς χαρακτηρίζει ὁ Ἀριστοτέλης τούς Δωριεῖς.. Στή συνέχεια ὁ ὅρος χρησιμοποιήθηκε ἀπό τούς Ρωμαίους γιά νά δηλώσει τόν Ἕλληνα, Graecusi καί ἀργότερα ταυτίστηκε σημασιολογικά μέ τόν ὀρθόδοξο ἕλληνα χριστιανό. Πρέπει νά σημειώσουμε ὅτι Ἕλληνας ἀρχικά σήμαινε τόν εἰδωλολάτρη καί εἶχε ἀρνητική σημασία.
[25] Ἰ. Μ. Χατζηφώτη, «Ὁ Καβάφης καί τό Βυζάντιο», Κ. Π. Καβάφη - Ἅπαντα τά ποιητικά, ἐκδόσεις Μέρμηγκα, Ἀθήνα 1995-1996, σ. 321.
[26] Ἐ. Ν. Μόσχου, «Ὁ Χριστιανισμός καί ὁ Καβάφης», Κριτικά φῦλλα, τ. 6ος, Ἀθήνα 1978, σ. 143.
[27] Εὐα. Παπαχρήστου -Πάνου, Τό χριστιανικό βίωμα τοῦ Κ. Π. Καβάφη, ἐκδόσεις Ἰωλκός, σ. 10.
[28] Ἀλέκου Καραπαναγοπούλου, Ὁ Κ. Π. Καβάφης ἦταν Χριστιανός; ἐδόσεις Δωδώνη, Ἀθήνα - Γιάννινα 1993, σ. 15.
[29] Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή του τονίζει ὅτι οἱ πόρνοι, οἱ μοιχοί καί ἀρσενοκοίτες δέν θά μποῦν στόν παράδεισο.
[30] Ἐ. Ν. Μόσχου, «Ὁ Χριστιανισμός καί ὁ Καβάφης», Κριτικά φῦλλα, τ. 6ος, Ἀθήνα 1978, σ. 134-135.
[31] Ἐ. Ν. Μόσχου, «Ὁ Χριστιανισμός καί ὁ Καβάφης», Κριτικά φῦλλα, τ. 6ος, Ἀθήνα 1978, σ. 141.
[32] Diana Haas, «"Στόν ἔνδοξό μας Βυζαντινισμό": σημειώσεις γιά ἕνα στίχο τοῦ Καβάφη». Διαβάζω ἀφιέρωμα, σσ. 76 - 77.
[33] Αὐτόθι.
[34] Σύμφωνα μέ τό ἐπίτομο λεξικόν τῆς ἑλληνικῆς γλῶσσας τοῦ Δ. Δημητράκου, ἐκδόσεις Γιοβάννη, σ. 325, Βυζαντινισμός σημαίνει α) τό νά ζεῖ κάποιος μέ τά ἤθη καί τά ἄθιμα τῶν Βυζαντινῶν, β) μτφ. ἡ ἔλλειψη συγχρονισμένου πνεύματος καί γ)μτφ. ἡ ματαιόσχολος συζήτηση ἐπί ἄνευ οὐσίας τεθειμένων ζητημάτων. Στό λεξικό τοῦ Littré, Dictionnaire de la langue française, τ. Α', 1968 τό λῆμμα Βυζαντινισμός ἔχει τήν παρακάτω ἑρμηνεία: Ὁ Βυζαντινισμός παραμένει ἡ παγίδα τῶν πολιτισμῶν πού ἔφθασαν σέ ἕνα ὀρισμένο βαθμό προόδου: στό διανοητικό ἐπίπεδο, σημαίνει νοσηρή λεπτολογία· στό ἠθικό ἐπίπεδο, συλλογισμένη καί ραφιναρισμένη φαυλότητα· ὅσο γιά τή χλιδή, τέλος, σημαίνει διαφθορά τῆς ἴδιας τῆς χλιδῆς ἀπό τά κακά ἤθη, καί τῶν τεχνῶν ἀπό μία ὑπερβολική πολυτέλεια.
[35] Diana Haas, «"Στόν ἔνδοξό μας Βυζαντινισμό": σημειώσεις γιά ἕνα στίχο τοῦ Καβάφη». Διαβάζω ἀφιέρωμα, σσ. 78-81.
[36] Ἄλκη Θρύλου, Κριτικές Μελέτες ΙΙΙ, ἐκδοτικός οἶκος Μ.Σ. Σαριβαξεβάνη, Ἀθῆναι 1925, σ. 185.
[37] Ἰ. Μ. Χατζηφώτη, «Ὁ Καβάφης καί τό Βυζάντιο», Κ. Π. Καβάφη Ἅπαντα τά ποιητικά, ἐκδόσεις Μέρμηγκα, σ. 321.
[38] Κ. Π. Καβάφη: Πεζά, παρουσίαση -σχόλια: Γ. Α. Παπουτσάκη, ἐκδοτικός οἶκος Γ. Φέξη, Ἀθήνα 1963, σσ. 43-44.
[39] Κ. Π. Καβάφη, Ποιήματα, Φιλολογική ἐπιμέλεια Σαββίδη, Ἀθήνα 1982, σ. 104.
[40] Ἀλ. Καραπαναγοπούλου, Ὁ Κ. Π. Καβάφης ἦταν χριστιανός; ἐκδ. Δωδώνη, Ἀθήνα - Γιάννινα 1993, σ. 33.
[41] Μιχ. Δ. Στασινοπούλου, Σκέψεις Μετακαβαφικές, Ν. Ἑστία Ἀφιέρ. σ. 1481.
[42] Φιλίπ Σέρραντ, "Ξανακοιτάζοντας τόν Καβάφη", Διαβάζω - Ἀφιέρωμα στόν Κ. Π. Καβάφη, τ. 78, 1983, σσ. 139-140.
Είναι ένα άριστα επιστημονικά τεκμηριωμένο κείμενο. Συγχαρητήρια στην κ. Αρτέμη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΔ.Τ. Καθηγητής Πανεπιστημίου