Γράφει ο Μητροπολίτης Πατρών π.Χρυσόστομος
Ήταν απόγευμα της 13ης Ιουνίου, όταν στον Ιερό Ναό του Αγίου Γεωργίου στο Βασιλικό Πατρών, ο Επίσκοπος, ο Ιερός Κλήρος, οι Άρχοντες και σύσσωμη η τοπική κοινωνία, προπέμπαμε στην αιωνιότητα τον 15/χρονο Θοδωρή και βοηθούσαμε τους γονείς του και τον Νίκο, τον αδελφό του, να σηκώσουν τον βαρύ σταυρό, του ανθρωπίνου πόνου για την αναχώρηση από τον μάταιο κόσμο μας ενός λαμπρού, κοινωνικού και πολύ αγαπητού παιδιού.
Ο Θοδωρής πηγαίνοντας στην Πάτρα προκειμένου να δώση εξετάσεις για το Lower δεν έφτασε ποτέ, γιατί στο δρόμο μετά από σοβαρό κτύπημα σε τροχαίο ατύχημα, υπέστη βαρειά τραύματα και κακώσεις και την άλλη ημέρα παρέδωσε το πνεύμα του στο Νοσοκομείο στο Ρίο, στην αγκαλιά της Παναγίας της Βοηθείας.
Το πρόσωπό του έμεινε αγγελικό και χαρούμενο, γιατί ως άγγελος έζησε τα 15 χρόνια που του χάρισε ο Θεός. Το χαμόγελο ήταν τυπωμένο στα χείλη του και ενώ όλοι γύρω του θρηνούσαν, εκείνος ήδη εβίωνε την αιώνια χαρά της Βασιλείας του Θεού.
Οι φίλοι του και συμμαθητές του κρατώντας λουλούδια στα χέρια, με δάκρυα στα μάτια αποχαιρετούσαν το ωραίο εαρινό άνθος, τον Θοδωρή που σκόρπιζε το άρωμα της χαράς και της αγάπης, στο Σχολείο, στο δρόμο, στο γήπεδο όπου έπαιζε με την ομάδα του Βασιλικού. Όλοι ήταν δίπλα στους δικούς του, είχαν όλοι γίνει μια οικογένεια.
Μέσα στον βουβό πόνο και τον θρήνο, προσπάθησα να αρθρώσω λόγον παρακλήσεως και Αναστάσεως.
«Αν τα δάκρυα ήταν λουλούδια και οι στεναγμοί μας μύρο, θα είχε ανθίσει και ευωδιάσει η Αχαΐα ολόκληρη. Προπέμπουμε όλοι μας, το δικό μας παιδί, τον Θοδωρή, το παιδί της χαράς, που υποσχόταν πολλά για ένα λαμπρό μέλλον. Όμως ενώ εμείς κλαίομεν, εκείνος απολαμβάνει την χαρά του Παραδείσου κοντά στον Κύριό μας, μαζί με τους Αγγέλους και τους Αγίους του Θεού.
Είναι βαρύς ο πόνος, όταν ένα παιδί φεύγη από τον κόσμο αυτό και γι’ αυτό γνωρίζω πολύ καλά, ότι τα λόγια τα δικά μας, από μόνα τους, δεν είναι ικανά, να παρηγορήσουν τους γονείς και τον αδελφό του Θοδωρή. Ο Παράκλητος είναι ο Κύριός μας. Αυτός που τώρα κρατεί στην αγκαλιά του αυτό το παλληκάρι, Αυτός βαστάζει και τον πατέρα και την μητέρα και τον αδελφό».
Στη συνέχεια ανέφερα το περιστατικό από τον βίο της Αγίας Κλεοπάτρας, η οποία κατά την ημέρα των εγκαινίων του Ναού του Αγίου Μάρτυρος Ουάρου έχασε το παιδί της και πολύ ελυπήθη και εθρήνησε, έως ότου σε όραμα της απεκαλύφθη, ότι το παιδί της ήτο στην αγκαλιά του Αγίου Ουάρου και δεν ήθελε, να επιστρέψη στην μητέρα του, διότι το κάλλος και ωραιότης του ουρανού ήτο ασυγκρίτως ανώτερα από τα καλά του κόσμου τούτου. (Τα σχετικά με τον Βίον της Αγίας Κλεοπάτρας αναφέρονται μετά το παρόν κείμενο).
Απευθυνόμενος στους γονείς του παιδιού και τον αδελφό του, τους είπα βαθύτατα συγκινημένος:
«Είμαστε όλοι μαζί σας, πονάμε μαζί σας, σας έχομε στην καρδιά μας, θα είμαστε συνέχεια κοντά σας με όλη μας την αγάπη. Δεν είστε μόνοι σας σ’ αυτή την δοκιμασία.... Όμως να είστε βέβαιοι, ότι σας σκέπει ο Θεός...».
«Παιδί μου», είπα απευθυνόμενος στον Θεόδωρο, «τώρα ευφραίνεσαι στον ουρανό, ζεις την χαρά των ανθρώπων του Θεού. Από εκεί να συντροφεύης τους γονείς και τον αδελφό σου και να προσεύχεσαι γι’ αυτούς».
Τους λυγμούς από την ομιλία μου, διέκοψε η φωνή του δασκάλου του Θοδωρή στο Δημοτικό Σχολείο, του Σταύρου Σταυρόπουλου, ο οποίος με όσα είπε εν κλαυθμώ, συνεκλόνισε μικρούς και μεγάλους. Στα λόγια του Σταύρου εύρισκε κανείς την αγάπη του δασκάλου, τον σύνδεσμο με τους μαθητάς, τον πόνο για τον χωρισμό. Στα δάκρυα του δασκάλου καθρεφτιζόταν ο αγώνας για να μορφώση τους μαθητάς του. Από τα χείλη του έβγαινε η πίστη της καρδιάς του για την Ανάσταση του Κυρίου, για την αιώνια ζωή, για την συνέχεια της πορείας του Θοδωρή, στον ουρανό. Είχε και άλλη φορά ο Σταύρος ζήσει τόσο συγκλονιστικές στιγμές στον ίδιο τόπο, όταν έφυγε για τον ουρανό πριν λίγα χρόνια, ο μαθητής του ο Χριστάκης, που τον έκλαψε τόσο πολύ μαζί με όλο το χωριό.
Δάκρυσα βλέποντας τον δάσκαλο να θρηνή για τον πριν από τρία χρόνια μαθητή του, αλλά και για όσα είπε για την Ανάσταση. (Έχομε πολλούς δασκάλους, σκέφτηκα και το εξέφρασα σε συζήτηση μετά την Εξόδιο Ακολουθία, που είναι διαμάντια. Δόξα τω Θεώ! Πόσο συνδέεται ο δάσκαλος με το παιδί, με την κοινωνία ολόκληρη! Πόσο θα λείψη η αύρα του δασκάλου τώρα που έκλεισαν τα σχολεία στα χωριά μας! Επήνεσα τον δάσκαλο και με δάκρυα στα μάτια τον ευχαρίστησα για όσα είπε. Τον είχα σπουδαστή μου τον Σταύρο στην Παιδαγωγική Ακαδημία Τριπόλεως. Τότε τον είχα βαθμολογήσει με άριστα. Υπάρχει άρα γε ανώτερη βαθμολογία να του βάλω τώρα; Και όμως υπάρχει. Η αναγνώριση της προσφοράς του από την κοινωνία».
Η Διευθύντρια του Γυμνασίου, που φοιτούσε ο Θοδωρής, κα Ελένη Αποστολοπούλου, έγινε επίσης κήρυκας της Αναστάσεως του Κυρίου και της αιωνίου Μακαριότητος. Τι υπέροχα λόγια! Αγάπη και γλυκύτητα έβγαιναν από το στόμα της. Τα δάκρυά της ήταν η έκφραση της μεγάλης οδύνης για τον χωρισμό με τον μαθητή της. Μέσα στους δύσκολους καιρούς, έχομε αποκάλυψη βελούδινων ψυχών, στις οποίες αξίζει να εμπιστευόμαστε τα παιδιά μας. Όχι δεν χάθηκαν όλα. Όσο θα υπάρχουν δάσκαλοι σαν τον Σταύρο και καθηγητές σαν την Ελένη, ο κόσμος θα στέκεται όρθιος, ο ήλιος θα ανατέλη, η δρόσος του πνεύματος θα απαλύνη τους κόπους της ζωής.
Εύγε σου, καλή μας Διευθύντρια, ο Θεός να σε ενισχύη στον αγώνα της αγάπης. Μπράβο σε όλους τους δασκάλους και καθηγητές που αντιστέκονται στον οδοστρωτήρα που θέλει να ισοπεδώση την πίστη στο Θεό και στην αξία του ανθρωπίνου προσώπου.
Αλλά να που πλησιάζη, ο Νίκος, ο αδελφός του Θοδωρή. Μόλις έχει τελειώσει το Λύκειο. «Θέλω να μου επιτρέψετε, να πω δυό λόγια» είπε και συνέχισε:
«Θοδωρή αδελφέ μου, δε θέλω να σε κλάψω, γιατί ζεις. Είσαι στον ουρανό. Είσαι ανάμεσά μας, δεν θα φύγης ποτέ από την σκέψη μας, από την καρδιά μας, από το είναι μας. Καλά να περνάς στον ουρανό Θοδωράκη, μαζί με τους αγγέλους. Ο Θεός σε έχει στην αγκαλιά του. Σου υπόσχομαι ότι θα φανώ δυνατός και θα σταθώ κοντά στους γονείς μας... Καλό σου ταξίδι μικρέ μου αδελφέ.....».
Κανείς δεν μπόρεσε να συγκρατήση τα δάκρυά του. Μικροί και μεγάλοι, στον Ναό, στο προαύλιο, στους δρόμους γύρω από τον Ναό, έκλαιαν για τον χωρισμό με το λαμπρό παιδί, με τον άγγελο του Βασιλικού, που σαν ευωδιαστός βασιλικός, άφησε το άρωμα της αγνότητος και καθαρότητος της καρδιάς του, της ομορφιάς της ζωής του, της καλωσύνης, της χαράς στο σπίτι του, στους δρόμους του χωριού του, στο γήπεδο, στο σχολείο, στην κοινωνία ολόκληρη.
Ο καλός Ιερέας του χωριού ο π. Χρίστος με δάκρυα στα μάτια, σαν καλός πνευματικός πατέρας, εξέφρασε τον πόνο της ενορίας και την υπόσχεση στον Θοδωράκη, ότι όλοι θα προσεύχονται γι’αυτόν.
Τα λουλούδια των συμμαθητών του εκάλυψαν τον τάφο του, που έκλεισε μέσα του το άψυχο κορμί του, όπως κλείνει η γη τον σπόρο για να βλαστήση, όταν θα έλθη η ώρα και να καρποφορήση.
Εμείς μαζί με όλο τον κόσμο πάνω από τον τάφο του με τα μάτια της ψυχής μας, βλέπαμε τον Θοδωρή στον Ουρανό μαζί με τους αγγέλους και με το στόμα μας εψάλαμε τον παιάνα της Αναστάσεως. «Χριστός Ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος».
Καλή Ανάσταση, Θοδωράκη.
ΒΙΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΛΕΟΠΑΤΡΑΣ
Στις 19 Οκτωβρίου η Εκκλησία μας γιορτάζει τη μνήμη της Οσίας Κλεοπάτρας και του Αγίου Ουάρου που μαρτύρησε κατά το διωγμό του Μαξιμιανού το 305 μ.Χ. στην Αίγυπτο, αφού προηγουμένως βασανίστηκε. Στον τόπο του μαρτυρίου βρέθηκε και η Οσία Κλεοπάτρα που παρακολούθησε από κοντά το βασανισμό του Αγίου. Κατάγονταν από την Παλαιστίνη και ήταν σύζυγος αξιωματικού της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Είχε όμως την ατυχία να χάσει από νωρίς το σύζυγό της και ζούσε με το μονάκριβο παιδί της Ιωάννη, που ήταν η μοναδική ελπίδα στη ζωή της. Ηταν πάρα πολύ πλούσια και συχνά στο μυαλό της ερχόταν η σκηνή του μαρτυρίου του Αγίου για τον οποίο ένιωθε μεγάλη θλίψη και υπόφερε κατάκαρδα .Παρακαλούσε λοιπόν το Θεό με νηστείες και προσευχές και ζητούσε να την πληροφορήσει ποιο είναι το κέρδος του Μάρτυρα στην άλλη ζωή.
Αυτές τις σκέψεις έκανε η Οσία για το Μάρτυρα και κάποια στιγμή παίρνει τη μεγάλη απόφαση. Παρέα με το γιο της και με αρκετούς χριστιανούς τους οποίους επέλεξε προσεκτικά γιατί υπήρχε ο κίνδυνος να κατηγορηθεί ότι ήταν χριστιανή, πηγαίνει στον τάφο του Αγίου. Τον ανοίγει και αφού τον αρωματίζει κατάλληλα, παραλαμβάνει το σώμα του και το πηγαίνει στο σπίτι της. Το ενταφιάζει κάτω από το κρεβάτι της και άρχισε να το φροντίζει με ευλάβεια και να του διατηρεί άσβηστο το κανδήλι του.
Μετά από λίγα χρόνια που βασίλεψε ο Μέγας Κωνσταντίνος και που σταμάτησαν οι διωγμοί εναντίον των χριστιανών, η Οσία Κλεοπάτρα ήθελε να φύγει από την Αίγυπτο και να επιστρέψει πίσω στην πατρίδα της, την Παλαιστίνη. Ήθελε όμως να πάρει μαζί της και τον πολύτιμο θησαυρό που είχε στο σπίτι της, το λείψανο του Αγίου. Δεν επιτρέπονταν όμως να μεταφέρει νεκρό σώμα, αν προηγουμένως δεν το δήλωνε στις τοπικές αρχές. Άρχισε λοιπόν να δρομολογεί τη διαδικασία που απαιτούνταν να της δοθεί η άδεια, προκειμένου να μπορέσει να το μεταφέρει. Έπρεπε όμως προηγουμένως να δώσει και τις κατάλληλες εξηγήσεις που αναφέρονταν στην ταυτότητα του νεκρού αλλά και για τον τρόπο του θανάτου του. Προσποιείται λοιπόν, ότι το νεκρό σώμα ανήκει στον πεθαμένο σύζυγό της και ότι η τελευταία του επιθυμία ήταν, να ενταφιαστεί στον τόπο καταγωγής του με τις τιμές που ταιριάζουν σαν στρατιωτικός που ήταν, για τα ανδραγαθήματά του. Έτσι κατάφερε και της δόθηκε η άδεια της μεταφοράς του νεκρού, από τον έπαρχο της περιοχής.
Βάζει λοιπόν μπροστά τη διαδικασία της μεταφοράς, φροντίζοντάς το κατάλληλα και φορώντας του την πιο λαμπρή φορεσιά του συζύγου της. Όταν έφθασαν κοντά στο όρος Θαβώρ σε μια κωμόπολη που την ονόμαζαν Έδρα, το ενταφίασαν με όλες τις τιμές αλλά και με κάθε μεγαλοπρέπεια. Έτσι ενώ στην αρχή το μυστικό της Οσίας κρατήθηκε, όμως σιγά-σιγά άρχισε να αποκαλύπτεται από μόνο του. Ο τάφος του Αγίου άρχισε να εκπέμπει ευωδία και να ευωδιάζει όλη τη γύρω περιοχή. Καθημερινά λοιπόν επισκέπτονταν τον τάφο του Αγίου οι χριστιανοί προσφέροντας θυμίαμα και κρατώντας άσβηστο το κανδήλι του. Συγχρόνως όμως γιατρεύονταν και από τις τυχόν αρρώστιες η απαλλάσσονταν από τις επιθέσεις των πονηρών πνευμάτων, μόλις πλησίαζαν στον τάφο του. Η Οσία Κλεοπάτρα βλέποντας αυτή την τιμή για τον Άγιο, αποφάσισε να οικοδομήσει ναό στο όνομα του Μάρτυρα. Ο ναός χτίστηκε πολύ γρήγορα και άρχισε η Οσία να προγραμματίζει τα εγκαίνιά του που ήθελε να γίνουν με κάθε μεγαλοπρέπεια. Ήθελε όμως πριν από τα εγκαίνια να ζητήσει από την Ρωμαϊκή εξουσία να απονείμουν κάποια τιμητική διάκριση στο παιδί της. Η ανταπόκριση ήταν άμεση. Της στάλθηκαν τα μετάλλια τα οποία τοποθέτησε επάνω στον τάφο του Αγίου προκειμένου να ευλογηθούν πρώτα και μετά να τα φορέσει το παιδί της.
Όταν πλέον ο ναός αποπερατώθηκε και ήταν όλα έτοιμα να γίνουν τα εγκαίνια, η Οσία κάλεσε όλους τους Επισκόπους, τους Πρεσβυτέρους της Επαρχίας αλλά και όλους τους Χριστιανούς, να παρευρεθούν στην τελετή των εγκαινίων. Η τελετή ξεκίνησε με ολονύκτιες ακολουθίες με κάθε λαμπρότητα και τελείωσε με την τέλεση της Θείας Λειτουργίας. Είχε δε ετοιμαστεί πλούσιο τραπέζι από την Οσία για όλους τους καλεσμένους τους οποίους θα περιποιόταν προσωπικά η ίδια με το παιδί της. Ετσι έφθασε στο τέλος της η γιορτή των εγκαινίων με κάθε μεγαλοπρέπεια και οι καλεσμένοι άρχισαν να αποχωρούν ο ένας μετά τον άλλο. Κατάκοποι και οι δυο τους από την κούραση προτίμησαν να ξεκουραστούν λίγο παρά να βάλουν κάτι στο στόμα τους, παρόλο που ήταν νηστικοί.
Ο ύπνος άρχισε να πολιορκεί το παιδί της που μόλις και μετά βίας κρατούσε τα βλέφαρά του ανοικτά. Το πλησιάζει να το χαϊδέψει και διαπιστώνει με μεγάλη της έκπληξη, ότι το παιδί της έκαιγε στον πυρετό. Του αρχίζει αμέσως τα γιατροσόφια της και πριν ακόμη έλθει η χαραυγή, το μονάκριβο παιδί της νικημένο από την όποια αρρώστια είχε, βρίσκονταν νεκρό στο κρεβάτι του. Ο πόνος της μεγάλος και ο καημός της δυσβάστακτος. Χάθηκαν από τη μια στιγμή στην άλλη όλα της τα όνειρα και έχασε όλες τις ελπίδες που έτρεφε για το παιδί της. Τα δάκρυα της έτρεχαν ασταμάτητα.
Τα πόδια της άρχισαν να μην τη στηρίζουν. Βρήκε όμως το κουράγιο να σηκώσει το παιδί της και να το πάει στην Εκκλησία που οικοδόμησε για το Μάρτυρα. Το τοποθέτησε επάνω στη Λάρνακα των λειψάνων του Αγίου και γονατιστή ξέσπασε σε σπαρακτικό θρήνο. Απαιτούσε από τον Άγιο να της αναστήσει το παιδί της, υπενθυμίζοντάς του συγχρόνως και όλα εκείνα που έκαμε για τη Χάρη του. Μέσα στα αναφιλητά της, αποκαμωμένη από τον πόνο την παίρνει ο ύπνος και βλέπει ένα θαυμάσιο όνειρο, που παρηγόρησε την καρδιά της.
Μπροστά στα πονεμένα μάτια της ανοίγει διάπλατα ο ουρανός και μέσα σ’ ένα υπέρλαμπρο φως παρουσιάζεται ο μάρτυρας του Χριστού στεφανωμένος με ολόχρυσο στεφάνι και να κρατά από το χέρι το παιδί της, που φορούσε και αυτό ολάνθιστο στεφάνι στο κεφάλι του. Αυτή είναι η ανταπόδοση για ότι έκαμες για μένα, όταν γονατιστή με παρακαλούσες και μου ζητούσες να κάμω τις όποιες χάρες ήθελα, για το παιδί σου.
Αυτή τη δόξα γνώρισε το παιδί της, που σαν βάλσαμο παρηγοριάς χύθηκε στην πονεμένη της καρδιά. Βρήκε το κουράγιο και το έθαψε δίπλα στον τάφο του Μάρτυρα και φρόντιζε καθημερινά και τους δυο τάφους. Μοίρασε την περιουσία της στους πτωχούς και πέτυχε τέτοια ψυχική καθαρότητα με νηστείες και προσευχές, που κάθε Κυριακή έβλεπε τα δυο αγαπημένα της πρόσωπα, όπως της εμφανίστηκαν στο όνειρο.
Όταν έφθασε σε προχωρημένη ηλικία παρέδωσε το πνεύμα της στο Θεό της ειρήνης έχοντας δώσει παραγγελία να ταφεί δίπλα στους δυο τάφους των αγαπημένων της προσώπων.
πηγή: Σαντορινιός
Όντως είναι ότι πιο Τραγικό Πράγμα μπορεί να περάσεις σε αυτή την Ζωή. Πάρα Πολύ Σκληρό και Ψυχοφθόρο. Καλή Δύναμη στους Οικείους τους.
ΑπάντησηΔιαγραφή