Του π. Κωνσταντίνου Ν. Καλλιανού από τη Σκόπελο
Μοῦ τὰ θύμισαν τὰ παιδιά, καὶ μάλιστα τὰ παιδιὰ τοῦ Νηπιαγωγείου, ποὺ κάθε τέτοιες μέρες εἶναι, πιστεύω, τὰ μόνα ποὺ τὰ θυμοῦνται καὶ τὰ τιμοῦν. Γιατὶ νομίζω πώς ἐμεῖς οἱ μεγάλοι, ὅσο περνοῦν τὰ χρόνια, ὅλο καὶ λησμονοῦμε τὰ καλικατζαράκια τῶν παιδικῶν μας χρόνων, τότε, δηλαδή, ποὺ μᾶς συντρόφευαν τὶς μέρες τοῦ Δωδεκαημέρου ἐκεῖνον τὸν περασμένο καὶ ξεχασμένο καὶ λησμονημένο πιὰ καιρό. Τὸν καιρὸ, ποὺ μεγάλωνε μαζί μας μὲ τὰ ὅσα ἀκούγαμε γι᾿ αὐτά, ἤ τὰ ζήσαμε σεργιανώντας τὶς κρύες νύχτες μέσα στὰ σκοτεινὰ σοκάκια τοῦ χωριοῦ καὶ, περιέργως, χαιρόμασταν γιὰ τὴν «παρουσία»τους. Γιατὶ ἔρχονταν, αὐτοὶ οἱ προσωρινοὶ ἐπισκέπτες, ἀπό τοὺς κόσμους τοὺς εὐλογημένους τοῦ παραμυθιοῦ, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ διηγήσεις παλαιῶν ἁπλοϊκῶν γιαγιάδων, ποὺ οἱ ρίζες τους ἦταν καλὰ στερεωμένες στὸν 19ο αἰ., ἴσως καὶ παλιότερα....
Τὰ Καλικατζαράκια, λοιπὸν, ποὺ μοῦ τὰ θύμισαν τὰ μικρὰ παιδιὰ μαθαίνοντάς μου παράλληλα ὅτι δὲν θἄπρεπε, μέρες ποὺ ἔρχονται, νὰ ξεχνῶ. Ἀλήθεια, νὰ ξεχνῶ τὶ καὶ γιατί; Ὅμως ἄς πῶ τὰ πράγματα ἀπὸ τὴν ἀρχή.
Ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ μοῦ ἔμαθαν κάποια πράγματα, χρήσιμα καὶ στέρεα, μέχρι σήμερα, ἦταν ἡ σχεδὸν ἀγράμματη γιαγιὰ μου ἡ Σοφία, ἡ ὁποία ἦταν καλικατζαρογεννημένη, ποὺ σημαίνει ὅτι γεννήθηκε τότε ποὺ ἔρχονται τὰ καλικατζαράκια, αὐτὰ τὰ μισοδαιμονικὰ ὄντα ποὺ μένουν κρυμμένα ὁλοχρονὶς μέσα στὴ γή, λές καὶ κατοικοῦν σὲ σπηλιά. Ἀνεβαίνουν δὲ στὸν ἐπάνω κόσμο, μόλις ἀρχίσει ἡ περίοδος τοῦ Ἁγίου Δωδεκαημέρου.
Ἡ γιαγιά μου, λοιπόν, φοβόταν τὰ καλικατζούρια κι ἔτσι, ὅταν ἄρχισε νὰ βραδυάζει, γιὰ δώδεκα μέρες, δηλαδὴ ἀπό τὶς παραμονὲς τῶν Χριστουγέννων μέχρι τὴν παραμονὴ τῶν Θεοφανείων ποὺ θὰ χυνόταν ὁ Μέγας Ἁγιασμὸς, δὲν ἔβγαινε ἔξω. Ὁ λόγος, μάλιστα, ποὺ δὲν ἔβγαινε ἦταν μήπως καὶ τὴ σκιάξουν οἱ μικροὶ αὐτοὶ καὶ δαιμόνιοι ἐπισκέπτες. Κι ὅλο ἔλεγε γιὰ τὸν καημένο τὸ Βαρσαμᾶ- ποιὸς νὰ ἦταν ἄραγε;- ποὺ πῆγε νύχτα στὸ Μαχαλᾶ καὶ τὸν βρῆκαν οἱ Καλικάτζαροι, τοῦ ἔσβυσαν τὸ φανάρι ποὺ κρατοῦσε καὶ τὸν ἄφησαν στὸ σκοτάδι, κάπου ἐκεῖ στὸ Πουρί, μιὰ ρεματιὰ μεταξὺ τοῦ Μαχαλᾶ καὶ τοῦ Κάτω Χωριοῦ.
Κι ἦρθε, αὐτὰ ποὺ μοῦ ἔλεγε ἡ μανοῦ μου, νὰ τὰ ἐπιβεβαιώσει ἡ θειὰ ἡ Οὐρανία ἡ Πριονιστίνα, καλικατζαρογεννημένη κι αὐτή. Μόνο ποὺ ἡ θειὰ ἡ Οὐρανία ἀνάφερε τὸ περιστατικὸ ποὺ εἶχε ἡ ἴδια μὲ τοὺς καλικάντζαρους, ὅταν ἦταν μικρὴ καὶ βγῆκε νύχτα ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι, τέτοιες μέρες, μέρες τοῦ Χριστοῦ. Ἀντίκρυσε, λοιπὸν, ὅπως διηγήθηκε «τοὺ μιγάλου τοὺ καλ᾿κάτζαρου μὶ κατ᾿ μάτια μιγάλα!!», μὲ ἀποτέλεσμα νὰ τῆς κοπεῖ ἡ φωνή. Γιὰ νὰ τὴ γιάνει δὲ ἡ μάνα της, τὴν πῆγε ἀποπέρα, στὸ Κάτω τὸ Χωριὸ, σὲ μιὰ θειὰ μαντολόγισσα, ἡ ὁποία, γιὰ νὰ τὴ συνεφέρει, τῆς ἔδωσε νὰ πιεῖ «φριξόνερο». Αὐτὰ συνέβησαν στὰ τέλη τοῦ 19ου μὲ ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰ. τότε ποὺ τὸ χωριὸ μας εἶχε πολλὰ τέτοια περιστατικά, τὰ ὁποῖα καὶ περιπλανιόντουσαν ἀπό στόμα σὲ στόμα, κυρίως μεταξὺ τῶν παιδιῶν, ἀλλὰ καἰ κάποιων μεγάλων, ὡς διηγήσεις, γιὰ νὰ γεμίζουνν ἐκεῖνα τ᾿ ἀτέλειωτα χειμωνιάτικα βράδυα.
Ὡστόσο οἱ Καλικάτζαροι εἶναι ταυτισμένοι καὶ μὲ κάτι ποὺ ἄρεσε τόσο πολὺ σὲ μᾶς τὰ παιδιά. Μὲ τὰ μοῦρτα, τὸν μαῦρο δηλαδὴ καὶ στιφόγλυκο καρπὸ τῆς μυρτιᾶς, ποὺ αὐτὲς τὶς μέρες τοῦ Δωδεκαημέρου τὸν γευόμασταν μὲ εὐχαρίστηση. Μᾶς λέγανε, λοιπόν, οἱ μεγαλύτεροι ὅτι γιὰ νὰ γλυκάνουν τὰ μοῦρτα ἔπρεπε νὰ τὰ κατουρίσουν οἱ Καλικάτζαροι, μὲ λίγα λόγια νὰ περιμένουμε τὸ Ἅγιο Δωδεκαήμερο...
Ὅμως αὐτὲς τὶς διηγήσεις ἀπὸ τὸ Κλῆμα ἦρθε ἀργότερα νὰ τὶς συμπληρώσει ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης, ὁ ὁποῖος, παρ᾿ ὅλο ποὺ ἦταν γείτονάς μας ἀπ᾿ τὸ Σκιάθο, ἐν τούτοις μᾶς ἦταν τόσο ἄγνωστος. Αὐτὸς, λοιπόν, ὁ μεγάλος δάσκαλος μᾶς θύμισε σὲ χρόνια κατοπινὰ, κι ἀπό τότε, κάθε τέτοιες μέρες, ἀνασύρει μὲ τὸ λόγο του σπαράγματα παιδικῶν στιγμῶν ποὺ ζήσαμε σὲ κάποιες φτωχικὲς, ἁπλοϊκὲς καὶ λιτὲς κάμαρες, ξεχασμένες σήμερα ἤ ἐρειπωμένες.
Ἀνοίγοντας τὶς λαμπρὲς σελίδες τῶν «Εἰκόνων» τοῦ Μωραϊτίδη, ποὺ φέρουν τὸν ὑπότιτλο «Χριστούγεννα», ὁ νοσταλγικὸς ἀναγνώστης, ποὺ ἔχει βιώσει παρόμοιες στιγμὲς, εἶναι ἀδύνατο νὰ μὴ σταθεῖ καὶ στὸν παρακάτω διάλογο τοῦ παπποῦ μὲ τὸν μικρὸ του τὸν ἐγγονὸ.
« -Λοιπὸν θὰ ἔλθουν ἀπόψε; Ἐρωτᾷ εἷς τῶν μικρῶν.
-Τώρα ἴσως ἔφθασαν, ἀποκρίνεται ὀ γέρων.
-Καὶ εἶναι πολλοί;
-Ἄνδρες, γυναῖκες καὶ παιδιὰ.
-Καὶ ποῦ θὰ καθίσουν;
- Θὰ μοιρασθοῦν εἰς ὅλα τὰ σπίτια τοῦ χωριοῦ.
...Ἐνοεῖται ὅτι πρόκειται περὶ τῶν καλικατζάρων. Εἶναι περιττὸν νὰ ἀναπτύξωμεν τὸν θελκτικὸν αὐτὸν μῦθον, ὅστις τοσάκις μικροὺς σᾶς ἐφόβισεν ἤ ἐφήβους σᾶς ἐφαίδρυνε».
Πράγματι, ἦταν μιὰ παράξενη συντροφιὰ κάποτε τὰ «καλικατζούρια» γιὰ μᾶς τὰ παιδιὰ, ἀλλὰ κι ἕνας ἀδιόρατος φόβος μᾶς κατελάμβανε τότε ποὺ στὰ θεοσκότεινα σοκάκια τοῦ χωριοῦ σπάνια περπατοῦσε κάποιος, ἰδιάιτερα ὅταν πήγαινε κατὰ τὸ Ρέμα, γιατὶ πάντοτε ὑπῆρχε τὸ ἐνδεχόμενο τῆς παρουσίας τῶν καλικατζάρων. Μάλιστα, ἄν τύχαινε νὰ πᾶμε στὰ κάλαντα καὶ φτάναμε στὸ σπίτι τοῦ Γέρο Ζησιμὴ, τὸ τελευταῖο σπίτι ποὺ βρίσκεται στὸ μονοπάτι ποὺ πάει κατὰ τὸ Μαχαλᾶ καὶ τὴ Γλώσσα, ἕνα παγωμένο χέρι ἔσφιγγε τὴν καρδιὰ μας, ἐπειδὴ ἐκεῖ γύρω ἦταν σχεδὸν ἐρημιὰ καὶ τ᾿ ἀπόβραδο μέσα στὰ πυκνὰ τὰ δέντρα γινόταν ὅλο καὶ πιὸ σκοτεινό, δηλαδὴ ὅτι ἔπρεπε νὰ μᾶς παρουσιαστοῦν τὰ καλικατζούρια.
Ἄλλο πάλι σημεῖο ποὺ μᾶς ἔφερνε σιμὰ μὲ τὰ δαιμονικὰ αὐτὰ ὄντα, ἦταν ὅταν τύχαινε νὰ πᾶμε στὴ Γλώσσα, τέτοιες μέρες τοῦ Δωδεκαημέρου, ἀπό τὸ μονοπάτι, τὸ ὁποῖο περνοῦσε ἀπό τὸ Κάτω Χωριὸ καὶ συνέχιζε μέχρι τὸ Μαχαλᾶ κι ὕστερα στὴ Πλατάνα. Ὅταν, λοιπόν, φτάναμε στὸ Πουρὶ, σπεύδαμε νὰ περάσουμε ὅσο γίνεται πιὸ γρήγορα τὸ δρόμο, ποὺ ἦταν πράγματι τόσο παράξενος. Γιατὶ ἐνῶ περπατοῦσες τὸ ἴσωμα ξαφνικὰ κατέβαινες τὸ μικρὸ τὸ καλτερίμι μὲχρι τὸ μονοπάτι τῆς ρεματιᾶς κι ὕστερα ἔπρεπε νὰ πάρεις τὸ ἀνηφορικὸ τὸ καλτερίμι ποὺ ὁδηγοῦσε στὸ Μαχαλᾶ. Μάλιστα, ἐκεῖ, στὸ Πουρὶ, ὑπάρχει ἕνας μεγάλος σταχτὺς βράχος γεμᾶτος μούσκλια, ποὺ μοιάζει μὲ τὴ ράχη προϊστορικοῦ ζώου...
Βάζαμε, λοιπόν, στὸ νοῦ μας τὸ Βαρσαμᾶ, ποὺ τὸν ἔπιασαν σ᾿ αὐτὸ τὴ σημεῖο μιὰ νύχτα τοῦ Δωδεκαημέρου τὰ καλ᾿ κατζούρια καὶ τοῦ σβύσανε τὸ φανάρι, καὶ παγώναμε... Μέχρι ποὺ ἦρθε καιρὸς νὰ παρατήσουν τὸ μονοπάτι αὐτὸ, νά κλείσει ἤ νὰ γίνει ἁμαξωτὸς ἕνα μέρος τοῦ ἀγροτικοῦ δρόμου ἀπό τὸ Μαχαλᾶ ἴσαμε τὰ χτήματα ποὺ ὑπάρχουν ἐκεῖ γύρω, ν᾿ ἀλλάξει κάθε τι ποὺ θύμιζε τόσες καὶ τόσες πτυχὲς τοῦ λαϊκοῦ μας πολιτισμοῦ, νὰ διωχτοῦν καὶ τὰ καλικατζαράκια, γιὰ νὰ βρίσκουν καταφύγιο κάθε χρόνο, ὄχι στὶς καμινάδες ἤ στὶς ρεματιὲς, ἀλλὰ στὰ ποιηματάκια καὶ τὰ μικρὰ τὰ θεατρικὰ τῶν Νηπιαγωγείων, ἄντε καὶ τῶν δύο, τὸ πολὺ, τάξεων τοῦ Δημοτικοῦ....
πηγή:panagiotisandriopoulos
Εξαιρετικό και Άκρως Ενδιαφέρον.
ΑπάντησηΔιαγραφή