-Παιδιά μου για το μεσημέρι δεν έχει φαγητό. Θα κατέβω στο χωριό, να πάρω κάτι να φάμε.
-Εγώ θέλω να μου φέρεις έναν αληθινό κόκκορα, είπε το ένα αλεπουδάκι.
-Εγώ θέλω μια αληθινή χήνα είπε το δεύτερο.
-Μην ανησυχείτε θα σας φέρω το καλύτερο φαγητό. Μα μέχρι να γυρίσω φροντίστε να είστε φρόνιμα, και να προσέχετε. Να μην ανοίξετε τη πόρτα και έρθει ο λύκος και σας φάει.
Κι αφού τους έδωσε τις μητρικές συμβουλές, έβαλε τα καλά της, φτιάχτηκε μια και θα είχε πολύ κόσμο στο παζάρι, κι έφυγε σκεφτική.
Τα αλεπουδάκια το έριξαν στο παιχνίδι, μέχρι να γυρίσει η μητέρα τους.
Αυτό που προβλημάτιζε την κυρά-Μαριώ ήταν, πώς θα έπαιρνε φαγητό για τα παιδιά της, χωρίς λεφτά.
Στο μεταξύ δύο κόρακες πάνω στα κλαδιά ενός δέντρου κουβέντιαζαν. Τι θα φάμε σήμερα; αναρωτιόνταν και αυτοί...
Μια καρακάξα που τους άκουσε τους είπε ότι περνώντας από το παζάρι, είδε του κόσμου τα καλά. Θα πετούσε χαμηλά τους είπε, μήπως και αρπάξει κάτι, αλλά φοβήθηκε.
Ο ένας κόρακας μόλις το άκουσε, πέταξε προς το χωριό.
Ένας μπακάλης, κουβέντιαζε με μια γυναίκα, και δίπλα του στο πάγκο, ήταν αραδιασμένα λαχταριστά και ευωδιαστά μεγάλα κομμάτια τυρί.
Ο κόρακας ήταν τόσο πεινασμένος, που δεν δίστασε, την ώρα που ο μπακάλης πρόσεχε τη πελάτισσα, έκανε βουτιά και άρπαξε ένα μεγάλο κομμάτι τυρί με το ράμφος του.
Ο μπακάλης γύρισε, τον είδε και έβαλε τις φωνές:
-Το πουλί, ο κόρακας, μου άρπαξε το τυρί!
-Καλά να πάθεις του είπε η πελάτισσα, να μάθεις να πουλάς τόσο ακριβά!
Ο μπακάλης έτρεχε πίσω από το κόρακα, φωνάζοντας ότι θέλει πίσω το τυρί του
Μα πού να φτάσει το κόρακα, που πέταξε μακριά πίσω από κάτι δέντρα.
Η αλεπού μας, είχε κουραστεί από το περπάτημα και κάθισε κάτω από ένα δέντρο να ξαποστάσει. Την ώρα που ήταν έτοιμη να σηκωθεί για να συνεχίσει το δρόμο της, ακούει ένα φρρρρρ... από πάνω από τα κλαδιά του δέντρου. Κάνει έτσι το κεφάλι της, και βλέπει ένα κόρακα με ένα μεγάλο κομμάτι τυρί στο ράμφος.
Αμέσως σκέφτηκε ότι αυτό το τυρί ήταν ότι χρειαζόταν για να χορτάσει αυτή και τα αλεπουδάκια της, και αποφάσισε να το αποκτήσει.
Κατάλαβε ότι μόνο με πονηριά θα το έπαιρνε από το κόρακα.
Σηκώθηκε πήρε τη τσάντα της, και τότε έκανε σαν να τον είδε μόλις εκείνη τη στιγμή.
-Ω ...καλημέρα κυρ-Κόρακα! του είπε. Εδώ είσαι και δεν μιλάς;
Μα πώς να μιλήσει ο κόρακας που είχε στο στόμα του το τυρί.
-Καλέ....εσένα σε έχω ξαναδεί...Ναι, ναι, δε κάνω λάθος. Καθόσουν ένα πρωί, κοντά στο σπίτι μου, στη κορυφή ενός κυπαρισσιού και κελαηδούσες. Και τι ωραίο κελάηδημα που έκανες!
Καλύτερα κι από αηδόνι.Σε άκουγα και δε πίστευα στα αυτιά μου. Πιο όμορφη φωνή δεν έχει σίγουρα άλλο πουλί στο κόσμο.
Ο κόρακας την άκουγε με προσοχή και του άρεσαν πολύ τα παινέματα της.
-Μα θέλεις να σου δείξω πώς κελαηδούσες; συνέχισε η κυρά-Μαριώ. Κάπως έτσι...
Στάθηκε στα δύο της πόδια, και άρχισε να... τραγουδάει.
-Αχ ....εγώ δεν τα καταφέρνω.., αλλά και τι δε θα έδινα, για να ακούσω το γλυκό σου κελάηδημα πάλι, που δε μπόρεσα να το ξεχάσω.
Ο κόρακας φοβερά κολακευμένος, αμέσως αποφάσισε να της κάνει το χατήρι.
Άνοιξε το στόμα του και άρχισε να κελαηδά, όμως την ώρα που άνοιξε το ράμφος, το τυρί του έφυγε από το στόμα, και έπεσε κατευθείαν ....στην ανοικτή τσάντα της κυρά-Μαριώς.
Εκείνη την έκλεισε μεμιάς, και άρχισε να τρέχει, γελώντας και φωνάζοντας στο δυστυχή κόρακα:
-Γεια σου κόρακα με τη χειρότερη φωνή του κόσμου, που πίστεψες ότι ξεπερνάς κι ένα αηδόνι. Άλλη φορά να προσέχεις τα παινέματα, γιατί πολλές φορές παινεύουν εκείνοι που θέλουν το κακό του άλλου. Αν δεν κολακευόσουν δεν θα άνοιγες το στόμα σου για να σου πέσει το τυρί. Εγώ θα χορτάσω με αυτό τη πείνα τη δική μου και θα ταΐσω και τα δυο μου παιδιά. Ας είσαι καλά που είσαι τόσο εύπιστος στα ψεύτικα παινέματα των άλλων.
Έφυγε, και ο κόρακας έμεινε πεινασμένος να κλαίει για το πάθημα του।
πηγή: Η ιστορία αρχίζει
Υπέροχη και Διδακτική Ιστορία.
ΑπάντησηΔιαγραφή