και της αδιαφορίας. Ήταν βαθιά αγκυροβολημένη μέσα στο χρόνο για ν' αντέξει τις επιθέσεις της βαρβαρότητας. Αλλά ποιος το έβλεπε; Κοίταζαν όλοι ποιος κυριαρχούσε στα μέσα και ξεχνούσαν τις στρατηγικές λεπτομέρειες που καθοδηγούσαν τη σκέψη του στο μονοπάτι του φωτός. Γύριζαν γρήγορα οι σελίδες του βιβλίου του πάνω στο γραφείο του όπου υπήρχαν οι πένες, τα μελάνια, και το πορτραίτο με το τριαντάφυλλο. Το φως κάλυπτε όλη την επιφάνεια αλλά δεν επαρκούσε. Μόνο οι υπολογιστές ήταν ικανοί να κατανοήσουν τις σημειώσεις του. Σε αυτές, έβαζε τα νοητικά στρατηγικά σχήματα που θα έπρεπε ν' ακολουθήσουν οι μαθητές του για να υποστηρίξουν το έργο των Υπηρετών της Ανθρωπότητας. Ποιος πρόσεχε πια τα κεριά κι όμως αυτά ήταν οι μικροί φάροι των βιβλίων μας. Ο Δάσκαλος κοιτούσε προσεκτικά τα λατινικά κείμενα των επιγραφών για να διασταυρώσει τις γνώσεις του πάνω σ' ένα θέμα που τον έκαιγε. Το οθωμανικό πλαίσιο ήταν το ίδιο. Μόνο μερικοί Ιππότες έβλεπαν τον κίνδυνο και προετοίμαζαν τα τείχη. Οι κάτοικοι αδιαφορούσαν και προσπαθούσαν απλώς να επιβιώσουν ονομάζοντας αυτήν την πράξη, ζωή. Όμως η ζωή δεν είχε σχέση με αυτό. Το είχε ανακαλύψει ένα κλαδί εδώ και αιώνες. Και τώρα προσπαθούσε η βελανιδιά να προστατεύσει όχι μόνο το αίμα του Χριστού αλλά και το σώμα του από τη βάρβαρη επίθεση. Το βιβλίο περιέγραφε όλο το σκηνικό. Κάθε λεπτομέρεια ήταν χρήσιμη για τη μάχη που θα γινόταν. Κοίταξε το πορτραίτο. Το τριαντάφυλλο του χαμογελούσε όπως πάντα. Αυτό του έδινε κουράγιο για να συνεχίσει παρά την κούραση και το σκοτάδι. Πήρε και πάλι την γυάλινη την πένα και άρχισε να γράφει αναλυτικά το σύστημα της αντεπίθεσης κάνοντας χρήση της πλάγιας σκέψης, όπως είχε μάθει στα κονταροχτυπήματα των άλλων αιώνων κι ένιωθε το βάρος της αόρατης πανοπλίας του.
Η μουσική και το χαμόγελο...Έπρεπε να την πιστέψεις για ν' ακούσεις εκείνη τη μουσική που ερχόταν από τα βάθη του χρόνου για να μας αγγίξει. Αυτό σκέφτηκε ο Δάσκαλος μπροστά στο χαμόγελο του πορτραίτου. Το τέρας είχε την πεντάμορφη στο μυαλό του κι αν αυτό δεν άλλαζε τίποτα, δεν θα άλλαζε γι' αυτό. Το χρώμα του αοράτου ήταν πάνω στις σελίδες που μελετούσε. Οι αιώνες είχαν περάσει αλλά είχε πάντα την ίδια αγάπη για το τριαντάφυλλό του. Αυτό του έδινε τη δύναμη να παλέψει ενάντια στη βαρβαρότητα. Ήταν το στίγμα του από τότε. Όταν η διασταύρωση της βελανιδιάς και της ελιάς ανακάλυψε το τριαντάφυλλο… Ποτέ δεν φοβήθηκε τα αγκάθια. Πάντα τα έβλεπε σαν μια προσπάθεια άμυνας. Χαιρόταν που είχε αγκάθια το λουλούδι του. Η μουσική έλεγε το ίδιο. Την είχαν ακούσει μαζί σε μια στιγμή μοιρασιάς για να μη χαθεί. Την έδεσαν πάνω στη σχέση τους για να είναι σίγουροι και οι δύο ότι δεν θα ξεχνούσαν να πιστέψουν σε αυτή αφού έλεγε την αλήθεια για το παρελθόν. Άκουγαν το παρελθόν κι έβλεπαν το μέλλον την ώρα που ζούσαν το παρόν. Άρχισε να γράφει για να καταγράψει τη σχέση τους τις σκέψεις του για να ξέρει κι αυτή τα αισθήματά του ακόμα και τη νύχτα πριν δώσει τη μάχη για το απέραντο γαλάζιο. Αυτή η μουσική ήταν ένα χάδι πάνω στην πληγή για να μετατραπεί ο πόνος του βέλους σε ανάγκη ζωής, ο ένας για τον άλλον. Είχαν το ίδιο κόκκινο. Ακόμα κι αν ο ένας ήταν ο κορμός κι ο άλλος τα πέταλα. Όμως και οι δύο μαζί, ήταν ένα βιβλίο, από δέντρο και λουλούδια. Ήταν κάθε μέρα μια νέα σελίδα κι εκείνος πάντα εκείνο το δερμάτινο εξώφυλλο που την προστάτευε. Ναι, αυτό έλεγε και η μουσική τους. Αλλά ποιος θα την άκουγε για να καταλάβει την αγάπη τους; Δεν είχε σημασία θα την έλεγαν στα παιδιά τους, την κατάλληλη ώρα για να καταλάβουν τα δεινά που πέρασαν το τριαντάφυλλο και ο ιππότης για να σταθούν μαζί μέσα στη θύελλα σ' εκείνο το νησί που χωρούσε μόνο και μόνο ένα κάστρο. Μέσα στη νύχτα έλαμπαν τα βλέμματά τους, διότι ήταν το παρελθόν και το μέλλον μαζί. Δύο φώτα, που φωτίζουν το ένα το άλλο. Αυτό έλεγε λοιπόν η μουσική και αυτό έγραφε ο Δάσκαλος εκείνο το παράξενο βράδυ πριν τη μάχη.
Ο νέος πίνακας... Ο Δάσκαλος ήθελε να γράψει τη συνέχεια αλλά δίστασε για μια στιγμή. Κοίταξε την πένα του. Δεν ήταν το κατάλληλο εργαλείο εκείνη την ώρα. Έψαξε τα πινέλα του και τα σωληνάρια. Δεν ήταν πια στο γραφείο του. Εκείνη του τα είχε ζητήσει. Πήγε λοιπόν στο εργαστήρι του και τότε θυμήθηκε το τριαντάφυλλο της Ρόδου. Το είχε δει δίπλα από την πύλη της γλώσσας του στα τείχη της Παλιάς Πόλης. Ένιωσε το βάρος του με το μέταλλο της αναπαράστασης. Λες και ήταν ένα κομμάτι της πανοπλίας του. Αυτό δεν είχε γίνει με τη πάροδο του χρόνου. Ναι, αυτή ήταν η αλήθεια. Το πήρε λοιπόν μαζί του. Έτσι θα ζωγράφιζε το δώρο της αγαπημένης του. Στο εργαστήριο κοίταξε τα χρώματα. Για το φόντο επέλεξε το πράσινο της ελιάς και του κοβάλτιου. Ήθελε όμως και το μπλε εκείνο που πήρε το όνομα του από την Τουρκία, για να μη ξεχάσει τη μάχη αλλά και αυτό του απέραντου γαλάζιου. Το προσχέδιο τηρούσε με το κάρβουνο τις καμπύλες του ρόδου. Ήταν σαν να την είχε δίπλα του. Σίγουρα θα του έλεγε να βάλει και φύλλα ακόμα και αν ήταν αυτό το μοντέλο. Χαμογέλασε και έπιασε με πάθος το πινέλο με τις τέλειες διαστάσεις. Το τριαντάφυλλο δεν ήταν πια μόνο του. Οι καμπύλες του φόντου υποστήριζαν τις δικές του ακόμα και αν δεν είχαν ακόμα τα κόκκινά της. Ο Δάσκαλος δεν σταμάτησε ούτε στιγμή. Δεν ήθελε να τον περιμένει, ήταν θέμα αρχής μεταξύ τους. Γρήγορα τελείωσε λοιπόν το πράσινο και το γαλάζιο. Τότε μόνο έπιασε το έντονο κόκκινο για να σκαλίσει με τη χρωματική του μάζα τις γεωδαισιακές των πετάλων. Ελαχιστοποιημένες επιφάνειες της ομορφιάς. Το κόκκινο που επέλεξε δεν ήταν τυχαίο. Η προέλευση ήταν από ανατολή και το όνομα του ήταν από ένα έντομο που ζούσε στη βελανιδιά. Το εκαρλάτ ήταν από την αρχή ακριβό και της ταίριαζε ακόμα και αν θα του έκανε παρατήρηση. Σκέφτηκε το πορτραίτο της και το χαμόγελο της διαδόθηκε στον πίνακα. Πρόσεξε και στα ενδιάμεσα φύλλα το κόκκινο της Ινδίας. Έτσι τελείωσε τις αποχρώσεις του ερυθρού. Το κοίταξε από πιο μακριά κι αποφάσισε να του δώσει όγκο με το μαύρο του ελεφαντοδόντου. Έτσι και έγινε. Το τριαντάφυλλο του Δάσκαλου ήταν έτοιμο. Το ίδιο και το μήνυμα. Πήρε ξανά στο χέρι του το μέταλλο του ρόδου. Κι έπιασε ασυναίσθητα τον ώμο του. Εκεί ήταν η θέση του από εκείνη την ώρα που το πήρε μαζί του στη μάχη. Το φίλησε και έκλεισε τα μάτια του.
Το άρωμα του ρόδου... Όσο είχε τα μάτια του κλειστά, ο Δάσκαλος μύριζε το άρωμα του ρόδου, το νυχτερινό της φόρεμα, αφού είχε παλέψει και κερδίσει την παράξενη πολιορκία. Ένιωθε πάνω του εκείνη τη γωνιά κρυμμένη στην άκρη του λαιμού και του ώμου σαν να ήταν κοντά του. Και αυτή η ιδέα τον ανακούφισε. Ήταν μια άλλη αίσθηση μετά από την μνήμη. Κι αυτή κυλούσε αργά πάνω στο σώμα του. Ήταν ένα αόρατο χάδι που το είχε τόσο ανάγκη. Άνοιξε τα μάτια του. Το πορτραίτο ήταν στη θέση του. Τίποτα δεν είχε αλλάξει απλώς η νύχτα είχε πέσει πάνω στους ανθρώπους με όλο της το βάρος και μόνο μερικά κεριά αντιστέκονταν ακόμα. Έπρεπε να κρατήσει μέχρι την αυγή για να προλάβει τον ήλιο της δικαιοσύνης. Με το άρωμά της άρχισε ένα ακίνητο ταξίδι μέσα στις μνήμες που δεν ήθελαν να γίνουν αναμνήσεις. Ήταν τόσο ζωντανές. Δεν είχε ανάγκη τη φαντασία του. Απλώς την ακολουθούσε δίχως να κάνει ιδιαίτερες προσπάθειες. Το άρωμα ήταν ένα φωτεινό μονοπάτι κι αυτό. Θυμήθηκε όταν έγραφε ένα άλλο σημαντικό κείμενο για την έρευνά του κι εκείνη είχε έρθει πάνω από τον ώμο του για να του αφήσει ένα τρυφερό φιλί στον σβέρκο. Τότε είχε μυρίσει το ίδιο άρωμα μόνο και μόνο που είχε σκύψει. Είχε το βάρος ενός τριαντάφυλλου με τα πέταλά του. Άνοιξε το τετράδιό του. Δεν έπρεπε να μην αφήσει ίχνος για εκείνη τη στιγμή. Ήταν η αλληλογραφία του μέσω του έργου. Μόνο έτσι μπορούσε να την αγγίξει και σε μεγάλη απόσταση πριν επιστρέψει από το αγαπημένο της νησί. Η ιπποσύνη είχε τα καθήκοντά της. Ο Δάσκαλος το ήξερε εδώ και αιώνες. Λες και κάποιος να το είχε γράψει με το σπαθί του στη μνήμη. Η γαλαζοαίματη βελανιδιά δεν είχε ξεχάσει τίποτα. Κάθε στιγμή του παρελθόντος ήταν ο μοναδικός της πλούτος. Μόνο έτσι είχε αντέξει μέχρι να επιστρέψει και ο Δάσκαλος. Τουλάχιστον εκεί που ήταν ήξερε ότι δεν κινδύνευε από τις βάρβαρες επιθέσεις. Σημείωσε έναν κώδικα για να καρφώσει το γεγονός στη μνήμη του και άρχισε την αναφορά του. Αυτό περίμενε το τριαντάφυλλό του. Τίποτα άλλο. Το ήθελε ζωντανό ακόμα και ανάμεσα στους νεκρούς. Με αυτήν άντεξε τα πάντα ακόμα και τις γενοκτονίες που τον πλήγωναν τόσο πολύ. Εκείνη ήταν η ανθρωπιά του με την ομορφιά του ρόδου. Αυτό έλεγε το άρωμά της και αυτό άκουσε όταν το μύρισε και πάλι κοντά του.
Νίκος Λυγερός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου