Ένα ιστολόγιο που πηγαίνει σχολείο και αγωνιά για την παιδεία .

Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου 2009

Μικρή πατούσα (η πρώτη μέρα στο σχολείο)

















Ξημέρωμα Παρασκευής 11 Σεπτεμβρίου 2009

. Μια σκέψη γρατσούνισε το μυαλουδάκι του μικρού Κωστή: «Ποιός στ' αλήθεια δε θέλει να κάνει πράξη τους στόχους που έθεσε για τη νέα εβδομάδα που κλείνει γλυκά το μάτι»; Ώσπου ξάφνου μετά από κλάσματα δευτερολέπτου νιώθει το γνώριμο και παλιό συναίσθημα: «Το ‘χω ξαναπεί αυτό... αλλά δεν έχω κρατήσει την υπόσχεσή μου». «Αυτή την εβδομάδα όμως θα προσπαθήσω πιο πολύ...» μουρμούρισε για λίγο μέχρι που τον πήρε ο ύπνος.
Ώρα έξι και μισή το πρωί. «Κωστή μου ξύπνα, είναι ώρα για το σχολείο σου», φωνάζει η μαμά. Ο Κωστής σηκώνεται χαρούμενος, πως αυτή την εβδομάδα θα πετύχει τους στόχους του. Προχωράει προς το μπάνιο και μ’ ένα τεράστιο χαμόγελο, κοιτάζει τον εαυτό του στον καθρέφτη. «Το ξέρω ότι μπορώ!» μουρμουρίζει με σιγουριά και πλένει το πρόσωπό του. Επιστρέφει γρήγορα στο δωμάτιό του, στρώνει σιγά σιγά το κρεββατάκι του όπως του έχει μάθει η μαμά, ντύνεται και ακολούθως κατευθύνεται προς την κουζίνα. Τρώει το πρόγευμά του και πίνει το γάλα του που με αγάπη του ετοίμασε ο γλυκός του πατέρας.
Ώρα εφτά και δέκα. Όλη ο πατέρας, η μαμά και ο μικρός Κωστής επιβιβάστηκαν στο αυτοκίνητό τους με πρώτο προορισμό το σχολείο του Κωστή. Φέτος μεγάλωσε και θα πάει δημοτικό. Πρώτη μέρα σήμερα και φορώντας το πλατύ του χαμόγελο, είναι έτοιμος ν’ ανακαλύψει τον καινούργιο του κόσμο. Στη διαδρομή κοιτάζει έξω απ’ το παράθυρο.

«Μαμά, γιατί υπάρχει τόση κίνηση στο δρόμο», ρωτάει μ’ ένα βλέμμα απορημένο. «Όλοι πάνε στις δουλειές τους αγάπη μου, όπως ο πατέρας σου κι εγώ» απαντάει αμέσως η μαμά.
«Εμένα η δουλειά μου είναι το σχολείο;» ξαναρωτάει ο Κωστής. «Ναι αγάπη μου, πρέπει να πας σχολείο, να διαβάζεις για να αποκτήσεις γνώσεις και να γίνεις ένας καλός άνθρωπος» απαντάει και πάλι η μαμά. «Εντάξει» απάντησε ο Κωστής, που αισθάνθηκε για λίγο μεγάλος, αφού πλέον θα πηγαίνει κι αυτός στη δική του «δουλειά».

Πρώτος σταθμός το δημοτικό σχολείο. Κατεβαίνει η μαμά μαζί με τον Κωστή και πάνε στην αυλή, όπου είναι μαζεμένα όλα τα παιδάκια. «Πως είναι το όνομά σου» ρωτάει ένα παιδί. «Κωστής» απαντάει ντροπαλά ο Κωστής. «Εσένα», ρωτάει. «Δημήτρης» απαντάει το άλλο παιδάκι. Το χαμόγελο επιστρέφει και πάλι στο πρόσωπο του Κωστή που είχε παγώσει για λίγο μιας και ήταν πολύ ντροπαλός. Στη συνέχεια μια νεαρή δασκάλα, η Μαρία, αναλαμβάνει να βάλει όλα τα πρωτάκια σε σειρά. Τα φωνάζει ένα-ένα με αλφαβητική σειρά και τα χωρίζει στις τάξεις τους. Ο Κωστάκης μπήκε στην τάξη Α2 μαζί με τον καινούργιο του φίλο, τον Δημητράκη. Χαρούμενοι και οι δύο πλέον μπήκαν μαζί στην τάξη τους. Η δασκάλα τους έβαλε να καθίσουν μαζί, μιας και έτσι θα ένοιωθαν πιο οικεία. Η μαμά κοντοστέκεται στην πόρτα της τάξης και μιλάει για λίγο με τη Μαρία, τη δασκάλα του Κωστή. Έπειτα χαμογελάει στον Κωστή, του λέει ότι θα περάσει να τον πάρει όταν σχολάσει και ακολούθως φεύγει.

Ο Κωστής με έκδηλη την περιέργεια στο πρόσωπό του, αναρωτιέται σιωπηλά τι είναι αυτό που οι μεγάλοι λένε σχολείο. Η δασκάλα, βλέποντάς τον και θέλοντας να τον κάνει να αισθανθεί άνετα, τον βάζει να συστηθεί στους συμμαθητές του. «Είμαι ο Κωστής Λεοντίου και είμαι 6 χρονών» απαντάει γεμάτος αμηχανία. Στην συνέχεια ένα-ένα τα παιδάκια συστήνονται.

Πέρασαν κιόλας σαράντα ολόκληρα λεπτά. Το κουδούνι για διάλειμμα χτυπάει και τα παιδιά κατευθύνονται προς την αυλή. Ο Κωστής βγαίνει έξω, κρατώντας στο χέρι ένα σάντουιτς που το είχε ετοιμάσει η μαμά και ένα χυμό. Το βλέμμα του καρφώνεται αμέσως στα μάτια του Δημήτρη. «Εσένα που είναι το φαγητό σου» τον ρωτάει; «Δεν έχω φέρει μαζί μου φαγητό» απαντάει. Τότε ο Κωστής άρχισε να σκέφτεται και φέρνει στο νου του τον αγαπημένο του παππού, τον παπα-Κωνσταντίνο. «Να ευχαριστείς το Θεό για ό,τι έχεις και αν δεις πως ο διπλανός σου έχει ανάγκη κάτι που έχεις εσύ, τότε με χαρά να το μοιραστείς μαζί του» του έλεγε από μωρό ο παππούς του. Χωρίς δεύτερη σκέψη τότε ο Κωστής ξετυλίγει το σάντουιτς και το κόβει στα δύο. «Δημήτρη πάρε το μισό, δεν πεινάω πολύ. Θες και το χυμό μου;» ρωτάει τον Δημήτρη. «Ευχαριστώ πολύ Κωστή. Όχι δεν θέλω το χυμό» απαντάει ο Δημήτρης. Τότε, αισθάνθηκε μέσα του μια ευχαρίστηση.

Το διάλειμμα τέλειωσε και τα παιδιά επέστρεψαν πίσω στην τάξη τους. Η κυρία Μαρία τους μοίρασε τετράδια και άρχισε κιόλας το μάθημα. «Λοιπόν αγαπήτά μου παιδιά, πρώτη μέρα σήμερα, θα μάθουμε τα πρώτα γράμματα του αλφαβήτου» τους είπε με μια φωνή γλυκιά. Έκανε δύο γραμμές στον πίνακα και άρχισε να κάνει το «α». «Αυτό είναι το άλφα το μικρούλι» είπε και άρχισε να πηγαίνει στο κάθε παιδάκι για να το βοηθήσει να κάνει το πρώτο του γράμμα.

Ώρα έντεκα και μισή. Το τελευταίο κουδούνι ήχησε και τα παιδιά χαρούμενα βγήκαν από την τάξη. Η μαμά του Κωστή περίμενε στην αυλή για να τον πάρει σπίτι. «Μαμά, μαμά, η κυρία Μαρία μας έμαθε το αλφάβητο» φώναξε γεμάτος χαρά μόλις την αντίκρυσε. «Μπράβο Κωστή μου» αποκρίθηκε γεμάτη περηφάνια. Ακολούθως αποχαιρέτησε ο Κωστής το νέο του φίλο και τη δασκάλα του και επιβιβάστηκε στο αυτοκίνητο με προορισμό το σπίτι για το μεσημεριανό φαγητό. «Μαμά, γιατί η μαμά του Δημήτρη δεν του έφτιαξε φαγητό;» ρωτάει απορημένα τη μαμά του. «Ίσως ξεχάστηκε καλέ μου» του λέει. «Γίνεται να ξεχνάει η μαμά;» ρωτάει και πάλι ο Κωστής. «Γίνεται αγάπη μου, άνθρωπος είναι» απαντάει και πάλι η μαμά. Βυθισμένος στις σκέψεις ο Κωστής μένει αμίλητος για το υπόλοιπο της διαδρομής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου